Η αφήγηση
Ο κινηματογράφος όπως και οποιαδήποτε αφηγηματική τέχνη απαιτεί από τον θεατή μια προσωρινή αναστολή των αμφιβολιών του και αποδοχή του φανταστικού κόσμου ως πραγματικού. Οι αφηγηματικές τέχνες και κυρίως ο κλασικός κινηματογράφος στην αρχή του έργου περιγράφει τον κόσμο, το σύμπαν μέσα στο οποίο θα διαδραματιστεί η ιστορία. Όσο και εάν αυτό το σύμπαν είναι φανταστικό έχει τους δικούς του κανόνες τους οποίους ο σκηνοθέτης ή ο συγγραφέας αφού τους θεσπίσει δεν μπορεί να τους παραβιάσει. Αν με κάποιο τρόπο τους παραβιάσει διαλύεται η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσα σε αυτόν και τον θεατή με αποτέλεσμα ο θεατής να αισθάνεται ότι έχει ξεγελαστεί και τελικά να διατηρεί ένα αίσθημα δυσπιστίας απέναντι σε οτιδήποτε του παρουσιάζει το έργο. Σε αυτή την περίπτωση το έργο έχει αποτύχει.
Οι τύποι της αφήγησης
Επιπλέον το αφηγηματικό έργο κυρίως λογοτεχνικό (και όπως θα φανεί και κινηματογραφικό) έχει πάντοτε κάποιον αφηγητή. Μπορεί η αφήγηση να πραγματοποιείται σε πρώτο πρόσωπο. Σε αυτή την περίπτωση ο αναγνώστης γνωρίζει ότι βλέπει όλα τα γεγονότα από την υποκειμενική πλευρά του αφηγητή. Η μπορεί να είναι σε τρίτο πρόσωπο. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις η αφήγηση μοιάζει να μην προέρχεται από ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα αλλά να είναι πανταχού παρούσα και κατά συνέπεια πιο αντικειμενική. Αντίστοιχα ο κινηματογράφος ως αφηγηματική τέχνη έχει κάποιον αφηγητή. Η αφήγηση εδώ όμως γίνεται μέσω της κάμερας και είναι πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό ποιανού την οπτική γωνία υιοθετεί ανά περίπτωση η κάμερα. Τα πράγματα εδώ είναι πολύ πιο περίπλοκα. Εάν αποδεχτούμε οτι η αφήγηση στον κινηματογράφο στην πραγματικότητα είναι πρώτου προσώπου και κατά συνέπεια υποκειμενική τότε στην πραγματικότητα η κάμερα δεν θα έπρεπε ποτέ να παρουσιάζει σε πλάνο τον πρωταγωνιστή-αφηγητή. Θα έπρεπε όλα τα πλάνα να ταυτίζονται με τη δική του οπτική γωνία. Σε αυτή την περίπτωση ο θεατής θα έβλεπε τον πρωταγωνιστή μόνο μέσω της αντανάκλασης του σε κάποιο καθρέφτη. Στα έργα όμως συνήθως η κάμερα έχει την οπτική κάποιου εξωτερικού παρατηρητή ο οποίος είναι απ έξω από τους χαρακτήρες αλλά μέσα στο έργο. Με τον τρόπο αυτό λειτουργεί σαν ένα καλός αγωγός του βλέμματος του θεατή μεταφέροντας τον μέσα στον κόσμο της ταινίας. Σε αντιστοιχία λοιπόν με τη λογοτεχνική θεωρία εφόσον η κάμερα-αφηγητής βρίσκεται κυρίως έξω από τους ήρωες του έργου σαν ένα τρίτο αδιάφορο πρόσωπο καταλήγουμε στο συμπέρασμα οτι η αφήγηση είναι τρίτου προσώπου, πανταχού παρούσα και σε μεγάλο βαθμό αντικειμενική. Για να είμαστε ακριβείς η αφήγηση στον κινηματογράφο συνήθως είναι ένα μίγμα τρίτου και πρώτου προσώπου με πλάνα και από την οπτική γωνία των ηρώων και από το τρίτο πρόσωπο. Παρά ταύτα ο θεατής είναι συνηθισμένος να εκλαμβάνει την αφήγηση αυτή ως πραγματική και αντικειμενική. Ισχύει όμως τελικά αυτό;
Εάν μιλάμε για τον κλασικό κινηματογράφο η απάντηση είναι ναι. Ο θεατής διδαγμένος από τον κλασικό κινηματογράφο όπου στην αρχή της ταινίας παρουσιάζεται η πραγματικότητα του έργου, οι κανόνες του, και όπου η αφήγηση είναι συνήθως τρίτου προσώπου και κατά συνέπεια αντικειμενική έχει την τάση να αποδεχτεί άμεσα ως «πραγματικό» ότι του παρουσιάζει η εικόνα. Η τάση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο κλασικός κινηματογράφος συνήθως σηματοδοτεί το μη πραγματικό με τρόπο εμφανή. Μια σεκανς ονείρου ξεκινάει και τελειώνει με dissolve. Είναι γυρισμένη με φίλτρο που θαμπώνει κάπως την εικόνα ή τονίζει αφύσικα τα χρώματα κτλ.
Αναξιόπιστη Αφήγηση
Στον μοντέρνο κινηματογράφο όμως, παρουσιάστηκε το φαινόμενο της αναξιόπιστης αφήγησης. Σύμφωνα με αυτή προς το τέλος της ταινίας αποδεικνύεται ότι όχι μόνο όσα είχε παρακολουθήσει ο θεατής ήταν ψευδή (όπως φαίνεται στο Δεσμώτη Ιλίγγου) αλλά και ότι ο πρωταγωνιστής-αφηγητής ψευδόταν είτε ηθελημένα είτε ασυνείδητα. Πρόκειται για μια συνειδητή υπονόμευση της αφήγησης και της εικόνας. Οι θεωρητικοί του κινηματογράφου υποστηρίζουν ότι η αναξιόπιστη αφήγηση είναι ένα ίδιον του μοντέρνου κινηματογράφου (υπήρχαν και παλαιότερα παραδείγματα αλλά εμφανίζεται συχνότερα μετά το ’65 και κυρίως μέσα στη δεκαετία του ‘80)για δύο κυρίως λόγους:
α) Ο οπτικός πολιτισμός ισχυροποιήθηκε κυρίως ύστερα από τη διάδοση της τηλεόρασης. Η τηλεόραση από τη μια διέδωσε την παντοδυναμία της εικόνας αλλά και έσπειρε τις πρώτες υποψίες ενάντια της. Αν και ο κόσμος είχε συνηθίσει να αποδέχεται ότι παρουσιάζει μια εικόνα ως αναμφίβολα πραγματικό η κριτική ενάντια στην τηλεόραση άρχισε να θέτει ην ιδέα αυτή υπό αμφισβήτηση. Με τον ίδιο τρόπο οι ταινίες αναληθής αφήγησης αμφισβητούν την αλήθεια της πραγματικότητας αποδεικνύοντας πως η εικόνα μπορεί να χειραγωγηθεί για να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό από το πραγματικό.
Β) Η ανακάλυψη του video και μετά του dvd έδωσε στους θεατής τη δυνατότητα της πολλαπλής και ελεγχόμενης θέασης μιας ταινίας. Έτσι ο θεατής μπορεί να ξαναδεί μια ταινία αναληθούς αφήγησης ξανά από την αρχή ψάχνοντας και επισημαίνοντας όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και που μαρτυρούν την «αλήθεια» που κρύβει η αφήγηση. Η απόλαυση δηλαδή της θέασης μιας τέτοιας ταινίας κρύβεται ακριβώς μέσα σε αυτή τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω να την ξαναδείς τμηματικά να πατήσεις pause. Διαφορετικά δεν έχει τόσο νόημα.
Οι ταινίες αυτές αν και με την εικόνα παραπλανούν τον θεατή πάντοτε εμπεριέχουν κάποια στοιχεία που του επισημαίνουν τι πραγματικά συμβαίνει. Η έλξη όμως της εικόνας αλλά και της συνήθειας που έχει διαμορφωθεί από τον κλασικό κινηματογράφο είναι τόσο έντονη ώστε ο θεατής παρασύρεται.
Το φιλοσοφικό ζήτημα: Η μνήμη ως στοιχείο της ατομικής ταυτότητας και η σύνδεση της μνήμης με την ηθική
Στο προηγούμενο έργο είδαμε πως ορίζεται ο άνθρωπος σε αντιπαράθεση κυρίως με τη μηχανή (αλλά και με το ζώο). Φάνηκε νομίζω ότι ένα σημαντικό στοιχείο που καθιστά τον κάθε άνθρωπο άνθρωπο και άξιο σεβασμού είναι η ατομικότητά του. Μέρος αυτής της ατομικότητας είναι η μνήμη και η αίσθηση της προσωπικής συνέχειας. Τα δύο αλληλένδετα αυτά στοιχεία συνιστούν ένα από τους βασικούς παράγοντες της ατομικής ταυτότητας. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο του 17ου αιώνα Locke ο άνθρωπος είναι μια συνείδηση με σκέψη και με τη δυνατότητα πόνου και ευχαρίστησης η οποία βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα. Εάν κάποιος δεν θυμάται τι έκανε παλιότερα ή ποίος ήταν τότε απλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Η θεωρία του Locke παρουσιάζει ο εξής πρόβλημα: Πολλές φορές κάνουμε πράγματα ασυνείδητα που δεν μπορούμε να θυμηθούμε. Το κενό αυτό της μνήμης είναι ρήξη προσωπικής συνέχειας. Σημαίνει ότι δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι; Εάν ναι μπαίνει τότε και ακόλουθο ερώτημα άμα δεν θυμάμαι τι έκανα παύω να είμαι υπεύθυνος για τις πράξεις μου; Η ταινία αυτή στηρίζεται πάνω σε αυτό το ερώτημα. Ο ήρωας που έχει αμνησία εξακολουθεί να είναι το ίδιο άτομο; Έχει την ηθική ευθύνη για τους φόνους εφόσον δεν θυμάται να τους διέπραξε; Η ταινία φαίνεται να υποστηρίζει ότι ο ήρωας δεν είναι απαραίτητα ο ίδιος άνθρωπος. Το γεγονός ότι έχει αλλάξει πρόσωπο και όνομα συντείνουν στην άποψη αυτή. Επιπλέον για να γίνει αποδεκτή και εφικτή η τιμωρία του πρέπει ο ήρωας πρώτα να θυμηθεί και να αποκτήσει επίγνωση και των πράξεων του και του ποίος είναι.