Friday, November 23, 2012

The Pervert's Guide to Ideology- Sophie Fiennes


Ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που προκαλεί διανοητικά τον θεατή και που επιχειρεί να εμβαθύνει στη  σύγχρονη κοινωνική και πολιτική κρίση.

Η υπόθεση
Το όλο έργο στηρίζεται σε ένα εμφατικό και γεμάτο χειρονομίες μονόλογο του Slavoj Zizek. Ο Zizek παρουσιάζει τις ιδέες και τα ερωτήματα που τον ενδιαφέρουν και στη συνέχεια επιχειρεί να τα εξηγήσει ή να δώσει παραδείγματα για αυτά μέσα από εικόνες της ποπ κουλτούρας, δηλαδή μέσα από κινηματογραφικές ταινίες, γνωστές διαφημίσεις και εικόνες ειδήσεων που γύρισαν τον κόσμο. Ορισμένες από τις ιδέες που αναλύονται είναι: α) τι είναι το σύστημα ιδεών (ideology), πως κρύβεται στην καθημερινότητά μας και πώς την ορίζει,  β) ότι ο δυτικός πολιτισμός στηρίζεται σε ένα κυνήγι απόλαυσης και στην ικανοποίηση ψεύτικα δημιουργημένων επιθυμιών, γ) ότι η ξενοφοβία είναι μια ψεύτικη κατασκευή που συγκεντρώνει τους φόβους του κοινωνικού συνόλου και τους απλοποιεί χωρίς στην ουσία να αποτελεί την κύρια απειλή δ) ότι η θρησκευτική πίστη δεν σημαίνει αυτόματα ηθική καθώς τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν συντελεστεί υπό «θεϊκή επιταγή», δ) τι είναι ολοκληρωτισμός και πως ιδέες που ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν δεν είναι απαραίτητα απορριπτέες. Πέρα από αυτές τις κεντρικές ιδέες, πραγματοποιούνται πολλά ακόμα σχόλια σε σχέση με τον καταναλωτισμό, την πολιτική των μεγάλων εταιρειών και τις κοινωνικές αναταραχές.

Η σκηνοθέσια
Η σκηνοθέτης Sophie Fiennes  προσπαθεί να ελαφρύνει το δοκίμιο αυτό με μια δόση χιούμορ. Εφόσον το όλο έργο στηρίζεται στον αφηγητή Zizek, τον τοποθετεί μέσα στα κινηαι μεταφέροντας μια λεπτή ειρωνεία. Το σόφισμα αυτό σε συνδυασμό με ένα αρκετά γρήγορο μοντάζ επιδιώκει να κρατήσει το προσοχή του θεατή που μερικές φορές βουλιάζει υπό το υπερβολικό βάρος των πληροφοριών που λαμβάνει από το λόγο του Zizek.

Παρά ταύτα το The Pervert's Guide to Ideology με δυσκολία ισορροπεί ανάμεσα σε δύο αντίθετούς πόλους. Από τη μια το νοηματικό του βάρος το καθιστά σε μεγαλύτερο βαθμό μια πανεπιστημιακή διάλεξη και σε μικρότερο βαθμό ένα ντοκιμαντέρ. Οι επιρροές του Zizek από τη φιλοσοφία του Hegel, την κοινωνικό-πολιτική θεώρηση του Marx και την ψυχαναλυτική θεωρία του Lacan είναι άμεσα εμφανείς. Συνεπώς, δεν είμαι σίγουρη ότι μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πλήρως τα νοήματα που αναλύει εδώ ο Zizek, εάν δεν έχει ακούσει τις θεωρίες αυτές. Από την άλλη ο Zizek  τρέχει τόσο πολύ από τη μία βαρυσήμαντη σύλληψη στην άλλη που σε ένα βαθμό απλοποιεί και χάνει την επιστημονική αξιοπιστία του. Για να είναι κανείς δίκαιος, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι  τέτοιου είδους συμβιβασμοί είναι αναγκαίοι σε ένα εγχείρημα σαν και αυτό, που επιθυμεί να αγγίξειένα ευρύτερο κοινό. Κατορθώνει όμως πραγματικά να επιτύχει το στόχο του, να κρατήσει το ενδιαφέρον και την προσοχή ενός μη μυημένου θεατή;

Το έργο είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ανάλυσης εικόνων για όσους ασχολούνται ή σπουδάζουν σε τομείς πολιτισμού, επικοινωνίας και ανθρωπιστικών επιστημών. Ταυτόχρονα ο μη -υποψιασμένος θεατής θα στηριχτεί στα οπτικά παραδείγματα για να κατανοήσει, έστω και ενστικτωδώς, τα πιο σημαντικά θέματα που παρουσιάζονται, και κυρίως αυτά που συνδέονται άμεσα με την καθημερινότητά του. Εάν λοιπόν κάποιος επιδείξει καλή θέληση και μια σχετική υπομονή θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει το The Pervert's Guide to Ideology σαν μια μικρή γεύση για το πώς μπορεί κάποιος να δει το σύγχρονο κόσμο αλλιώς, υπό τα γυαλιά μιας κριτικής θεωρίας.

Thursday, November 15, 2012

The Twilight Saga: Ο βρικόλακας ως το σύμβολο των νέο-συντηρητικών ιδεών

Την εβδομάδα αυτή βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία The Twilight Saga: Breaking Dawn - Part 2 ολοκληρώνοντας έτσι την κινηματογραφική μεταφορά μιας από τις πιο δημοφιλείς σειρές βιβλίων με ήρωες βρικόλακες, που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια. Το Twilight Saga (Λυκόφως) της Stephenie Meyer είναι ένα «σκοτεινό» εφηβικό ρομάντζο, ανάμεσα σε μια κοινή θνητή και ένα έφηβο βρικόλακα. Αποδείχτηκε τόσο επιτυχημένο σε παγκόσμιο επίπεδο και διαβάστηκε τόσο πολύ από τους έφηβους της Αμερικής αλλά και άλλων χωρών, που αυτόματα σχεδόν μετατράπηκε σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχρηζε διερεύνησης και ανάλυσης. Ταυτόχρονα, η απίστευτη επιτυχία του άνοιξε την πόρτα στην κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά και άλλων βιβλίων με ήρωες βρικόλακες.

Αν και τα βιβλία πρώτα και ύστερα οι ταινίες του Twilight Saga, δεν μπορούν να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση υψηλή λογοτεχνία ή καλός κινηματογράφος η έλξη τους είναι αναμφισβήτητη και αποδεικνύεται από τα νούμερα πωλήσεων και των εισιτηρίων που έχουν αποσπάσει. Το χειρότερο όμως είναι ότι η σειρά προτείνει παλιά κοινωνικά πρότυπα και προωθεί συντηρητικές ιδέες. Ίσως οι ενήλικοι να αισθάνονται πιο ασφαλείς με μια σειρά, που ενώ είναι η αγαπημένη των εφήβων παιδιών τους προβάλει αξίες ενός πιο «αθώου» παρελθόντος, αλλά τέτοια μοντέλα είναι πραγματικά επιθυμητά;
Το Twilight Saga είναι το αποκορύφωμα μιας πορείας εξιδανίκευσης του βρικόλακα που έχει ξεκινήσει από τον Barnabas της τηλεοπτικής σειράς Dark Shadows (1966-1972). Σημαντικοί σταθμοί στην πορεία αυτή ήταν επίσης οι βρικόλακες της Anne Rice που τους υποδύθηκαν οι γοητευτικοί ηθοποιοί Tom Cruise και Brad Pitt στο Interview with the Vampire (1994) αλλά και ο χαρακτήρας του Angel στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά Buffy, the Vampire Slayer  (1997–2003). Μέσα στο χρόνο και χάρη σε αυτά τα βιβλία και έργα, ο βρικόλακας έχει μετατραπεί από το σύμβολο του απόλυτου Κακού, του Αντί- Θεού, όπως ήταν στο Δράκουλα του Bram Stoker, σε ένα ρομαντικό ήρωα, και ειδικά στο Twilight Saga, σε ένα υπεράνθρωπο άγγελο. Για να γίνει αυτή η μετατροπή εφικτή άλλαξε η μορφή του βρικόλακα αλλά και η ίδια η κοινωνία.
Ο βρικόλακας- ήρωας,  Edward, του Twilight Saga είναι πολύ διαφορετικός από τον βρικόλακα που έχει συνήθως ο αναγνώστης- θεατής στο μυαλό του. Δεν έχει θρησκευτικές προεκτάσεις και κατά συνέπεια δεν φοβάται το σταυρό και δεν είναι ευάλωτος στον αγιασμό. Αντίθετα, έχει μεταφυσικές αναζητήσεις, ανησυχεί για την ψυχή του και για αυτή της αγαπημένης του. Αναρωτιέται εάν θα κατορθώσει να πάει στον παράδεισο. Δεν καίγεται από το φως, αλλά το αποφεύγει γιατί το δέρμα του λάμπει κάτω από το φως του ήλιου προδίδοντας την υπεράνθρωπη υπόστασή του. Δεν είναι μοναδικός, αλλά ζει είτε μέσα σε μια οικογένεια ή μέσα σε ένα ευρύ κοινωνικό σύνολο, που αποτελείται κυρίως από τους ομοίους του και μερικούς θνητούς. Και το κυριότερο, δεν σκοτώνει ανθρώπους για να τραφεί αλλά ακολουθεί δίαιτα που στηρίζεται αποκλειστικά στο αίμα των ζώων.
Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται και σε άλλες μυθοπλασίες όπου ο βρικόλακας παρουσιάζεται ως θετικός ήρωας, αλλά στο Twilight Saga, τα στοιχεία αυτά δίνονται με τέτοιο τρόπο ή με τέτοια έμφαση ώστε η μορφή του βρικόλακα- ήρωα να μην περιέχει καμία ηθική αμφισημία, να είναι απόλυτα καλός. Για παράδειγμα, είναι ο μοναδικός βρικόλακας που δεν παρουσιάζεται ως πλάσμα της νύχτας. Το φως της ημέρας δεν αποδεικνύει τη σκοτεινή του φύση αλλά τον εξυψώνει σε ένα λαμπερό άγγελο. Οι υπόλοιποι ήρωες- βρικόλακες τρέφονται από ανθρώπινο αίμα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι σκοτώνουν ανθρώπους για να ζήσουν. Σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια του μύθου του βρικόλακα όπου η απώλεια αίματος και οι προσπάθειες μετάγγισης του ήταν θανατηφόρες, η πρόοδος της ιατρικής έχει αποδείξει στη κοινωνία ότι η μετάγγιση αίματος δεν συνδέεται με τον θάνατο. Η αστραφτερή όμως εικόνα του Edward δεν επιτρέπει επικίνδυνους συσχετισμούς και κρατά το σύμβολο μακριά από τις κακοτοπιές. Ταυτόχρονα η μαρτυρική εγκράτεια, που επιδεικνύει ο Edward, καθώς διαρκώς επιθυμεί το ανθρώπινο αίμα, τον αναδεικνύει σε ακόμα μεγαλύτερο ήρωα. Σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική, άλλωστε, ο ασκητισμός και η προσωπική πειθαρχία είναι ορισμένες από τις ιδιότητες που οδηγούν στην αρετή, μια ιδέα που φαίνεται να ενστερνίζεται απόλυτα και η ηρωίδα του έργου Bella.

Η εγκράτεια του Edward δεν αφορά μονάχα το φαί αλλά και το σεξ. Όσο και εάν είναι ερωτευμένος με την Bella και παρά τις δικές της πιέσεις αρνείται να κάνει έρωτα μαζί της μέχρι να την παντρευτεί. Η επίσημη δικαιολογία  για τη σεξουαλική αποχή είναι ότι μέσα στο πάθος θα του είναι δύσκολο να ελέγξει την υπεράνθρωπη δύναμή του και θα τραυματίσει ή και θα σκοτώσει την αγαπημένη του. Το ίδιο το βιβλίο όμως αποκαλύπτει ότι το πραγματικό του άγχος είναι ότι θεωρεί το σεξ εκτός του γάμου αμαρτία. Φοβάται, συνεπώς, ότι θα βάλει σε κίνδυνο την μεταθανάτια μοίρα της ψυχής της Bella. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως ο βρικόλακας που συχνά έχει ερμηνευτεί ως το σύμβολο μιας πιο διεστραμμένης ή πιο ελεύθερης από τα κοινωνικά πρότυπα σεξουαλικότητας, μετατρέπεται εδώ σε μια προπαγάνδα κατά του προγαμιαίου σεξ. Σίγουρα στη μετά AIDS εποχή τέτοιες ιδέες βρίσκουν το ακροατήριο τους και θεωρούνται κατάλληλες για το εφηβικό κοινό.
Πέρα όμως από το θέμα του σεξ και της χριστιανική ηθικής το έργο διαθέτει και άλλες συντηρητικές ιδέες. Το απόλυτο ιδανικό που προβάλλεται μέσα από τα βιβλία και από τις ταινίες είναι η πυρηνική οικογένεια. Η ηρωίδα προέρχεται από μια διαλυμένη οικογένεια καθώς οι γονείς της έχουν χωρίσει. Το διαζύγιο αυτό την κάνει να αισθάνεται αποκομμένη από τους συνομήλικους της και το περιβάλλον της. Όταν γνωρίζει την οικογένεια του Edward, τους βρικόλακες, επιθυμεί διακαώς να πεθάνει, ώστε να μπορεί και εκείνη να ανήκει κάπου, να ανήκει σε αυτή την οικογένεια των βρικολάκων. Το ευτυχές δε τέλος πραγματοποιείται με την επίτευξη ενός στόχου που θυμίζει και πάλι άλλες εποχές. Με το που τελειώνει το σχολείο, η Bella παντρεύεται και γίνεται μητέρα δημιουργώντας και η ίδια την  πολυπόθητη πυρηνική οικογένεια. H Bella δεν στοχεύει να σπουδάσει, να δουλέψει, να γίνει ανεξάρτητη και να χειραφετηθεί, αλλά βρίσκει την ολοκλήρωσή της στους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας, όντας μητέρα και σύζυγος.
Εκτός από την κεντρική θεματολογία, που μοιάζει να γυρνάει στα κοινωνικά πρότυπα της δεκαετίας του ’50, οι ταινίες και τα βιβλία διαθέτουν πολλά ακόμα μοτίβα που ανήκουν σε ένα συντηρητικότερο παρελθόν (αλλά και μέλλον;). Για παράδειγμα, ύστερα από πολλά χρόνια και πολλές μυθοπλασίες οι κακοί και πάλι είναι οι ξένοι. Στα έργα του Christopher Lee ο βρικόλακας, το σύμβολο του κακού, ήταν ένας αλλοπρόσαλλος ξένος, με ξενική προφορά και περίεργη ενδυμασία που εισέβαλλε στην Αμερική ή στην Αγγλία και σκότωνε νεαρές γυναίκες. Την εποχή εκείνη ο βρικόλακας ανάμεσα σε άλλα σηματοδοτούσε το φόβο προς το ανοίκειο γενικότερα και προς τον ξένο αλλοεθνή ειδικότερα. Στους Volturi, στους Ιταλούς αλλόκοτους βρικόλακες, που έχουν τον ρόλο του υπέρτατου «κακού» στο Twilight Saga, επιβιώνει αυτός ο φόβος προς το ξένο.
Ένα ακόμα είδος ρατσισμού εμπεριέχεται στην εκπληκτική εμμονή της σειράς με την ομορφιά και τη νεότητα. Η μετατροπή ενός θνητού σε βρικόλακα δεν του χαρίζει μονάχα αιώνια ζωή, πάγωμα στο χρόνο αλλά και μια υπεράνθρωπη ομορφιά. Ο δεύτερος λόγος που η Bella επιθυμεί να γίνει βρικόλακας είναι γιατί με τον τρόπο αυτό θα γίνει όμορφη και κατά συνέπεια ιδιαίτερη. Τρέμει δε το πέρασμα του χρόνου και φοβάται μην ξεπεράσει την ηλικία των 19, γεγονός που τελικά επιτυγχάνει με το να γίνει βρικόλακας. Το ιδανικό λοιπόν σύμφωνα με τη σειρά είναι η εξέλιξη του ανθρώπου να σταματάει στα τέλη της εφηβείας. Από κει και πέρα αρχίζει η φθορά. Και το ιδανικό σώμα είναι ένα σώμα το οποίο είναι νέο όμορφο και εντελώς αμετάβλητο, παγωμένο στο χρόνο.
Εάν λοιπόν κάποιος επιχειρούσε να συνοψίσει το ίνδαλμα που γοήτευσε τους εφήβους του 2010 κάτω από το ένδυμα της επικής αγάπης και του δύσκολου έρωτα, θα κατέληγε στο εξής υστερικό πρότυπο: Όμορφος, αιώνια αγέραστος νέος, θρησκόληπτος, που προσέχει με εξαντλητικό τρόπο τη δίαιτα του, ανέραστος μέχρι το γάμο, με μοναδική επιθυμία και φιλοδοξία να τεκνοποιήσει εντός των δεσμών του γάμου και ξενοφοβικός.

Friday, November 09, 2012

Skyfall (2012)- Sam Mendes


Άλλη μία περιπέτεια του θρυλικού πράκτορα με αρκετά καλή σκηνοθεσία και ανεπαρκές σενάριο.

Η υπόθεση:  
Ο James Bond τραυματίζεται σοβαρά στην τελευταία αποστολή του και πέφτει σε ένα ποτάμι. Όλοι τον θεωρούν νεκρό και αυτό αρπάζει την ευκαιρία να αποσυρθεί. Όταν όμως πραγματοποιείται βομβιστική επίθεση στο κτίριο της μυστικής υπηρεσίας στο Λονδίνο, αισθάνεται υποχρεωμένος να επιστρέψει στην ενεργή δράση και να υπερασπιστεί το αφεντικό του την Μ και τους υπόλοιπους πράκτορες. Οι έρευνές του θα τον οδηγήσουν σε ένα επαγγελματία εκτελεστή, σε μια όμορφη γυναίκα και τελικά σε ένα παλιό πράκτορα της Βρετανικής μυστική υπηρεσίας ο οποίος κατηγορεί την Μ για την τύχη του και επιθυμεί να την εκδικηθεί.

Το σενάριο:
Το σενάριο είναι πολύ απλό χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και ανατροπές. Από την αρχή σχεδόν του έργου αποκαλύπτεται ο «κακός» και ο στόχος με αποτέλεσμα η αγωνία του θεατή να κρατά μονάχα λίγο. Η δε ιδέα του παλιού πράκτορα που έχει στραφεί ενάντια στην υπηρεσία και τα πρώην αφεντικά του δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα πρωτότυπη
Οι έξυπνες στιγμές του σεναρίου είναι άμεσα ορατές και σε μεγάλο βαθμό αυτό-αναφορικές. Υπάρχουν ένα σωρό ατάκες και ιδέες που αναφέρονται στο παρελθόν του θρυλικού πράκτορα και προκαλούν το γέλιο και τη νοσταλγία σε όσους θεατές έχουν δει τις προηγούμενες ταινίες. Για παράδειγμα ο νέος Q, ένας πιτσιρικά του σήμερα που στηρίζεται στους υπολογιστές και περιφρονεί τις παλιές επινοήσεις, όπως το στυλό που ανατινάζεται είναι από αυτά τα στοιχεία που δίνουν ανάσα στο σενάριο. 
Από την άλλη οι υποτιθέμενα «βαθιές ιδέες», σύμφωνα με τις οποίες ο κακός του έργου είναι στην ουσία ένα κακέκτυπο του James Bond και η Μ, η αρχετυπική κάπως υπερβολικά εξουσιαστική μητέρα, ενάντια στην οποία επαναστατούν του το υγιές αλλά και παρανοϊκό παιδί της, είναι τόσο επιφανειακά δοσμένες που καλύτερα θα ήταν να λείπουν.

Η σκηνοθεσία:
Ο Sam Mendes επιχειρεί μια σκηνοθεσία με σκηνές που στόχο έχουν τον εντυπωσιασμό ακολουθώντας τις συμβάσεις που έχει θέσει η σειρά των James Bond από το παρελθόν της. Ο σκηνές δράσης διαδραματίζονται μέσα σε εκπληκτικά περιβάλλοντα με υποβλητικό φωτισμό, σε ένα γυάλινο ουρανοξύστη στη Σαγκάη, στα υπόγεια τούνελ του Λονδίνου και σε μια Σκοτία όλο καταχνιά και μυστήριο. Συγκριτικά η πρώτη σκηνή, πριν από τους τίτλους, που συνήθως στα James Bond, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ωχριά. Το κυνηγητό με τις μηχανές και η μάχη στην οροφή του τρένου είναι συρραφή από σκηνές μάχης από παλαιότερες ταινίες της σειράς (Tomorrow never dies και Octopussy αντιστοίχως) και δεν κατορθώνουν να ενθουσιάσουν το θεατή.

Η ηθοποιία:
Η πλειάδα των μεγάλων ηθοποιών που στελεχώνουν την ταινία (Judi Denc, Javier Bardem, Ralph Fiennes) εξασφαλίζει μια σειρά από καλές ερμηνείες που υποβοηθούν το απλοϊκό σενάριο και διατηρούν το ενδιαφέρον του θεατή. Ο δε Daniel Craig είναι κατά την άποψη μου ένας από τις πιο πετυχημένες επιλογές για την ενσάρκωση του James Bond. Δυστυχώς ηλικιακά έχει αρχίσει να ξεπερνά τον ήρωα και σύντομα θα πρέπει να αναζητηθεί κάποιος νεότερος ηθοποιός.

Το συμπέρασμα:
Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια καλοφτιαγμένη ταινία που εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε, την ελαφριά διασκέδαση. Οι οπαδοί του Βρετανού πράκτορα όχι μόνο δεν θα απογοητευτούν, αλλά και θα ενθουσιαστούν από το σεβασμό που δείχνει στη παράδοση των ταινιών αυτών. Η παρουσίαση ενός ήρωα περισσότερο ευάλωτου και λιγότερο υπεράνθρωπου ταιριάζει με το πνεύμα των τελευταίων έργων της σειράς και με την ηλικία ( κάπως πιο ώριμη) των οπαδών του είδους. Τα αυτό αναφορικά επίσης στοιχεία της ταινίας είναι αφιερωμένα σε αυτούς. Από την άλλη, όμως, το να συζητάει κανείς για ένα φιλοσοφημένο James Bond με υπαινιγμούς για τη βαθύτερη ψυχολογία του ήρωα και για καίρια πολιτικά σχόλια είναι αστείο και υποτιμά τη νοημοσύνη των θεατών.

Tuesday, November 06, 2012

Exit Through the Gift Shop (Banksy: Η τέχνη στο δρόμο)


Ένα ντοκιμαντέρ που με αφορμή την ιστορία του Mr. Brainwash και των γκράφιτι συζητάει τι είναι τέχνη γενικότερα και πως αυτή συνδέεται με το εμπόριο.

Η υπόθεση: 
Ο Thierry Guetta είναι ένας μανιακός κινηματογραφιστής ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να καταγράψει κάθε στιγμή της ζωής του. Όταν ταξιδεύει στη Γαλλία συναντά τον καλλιτέχνη του δρόμου Invader και σταδιακά μέσω αυτού γνωρίζει τη κουλτούρα των καλλιτεχνών του δρόμου, τα έργα τους και τον τρόπο ζωής τους. Τους ακολουθεί συνεχώς και τους κινηματογραφεί δηλώνοντας ότι κάποια στιγμή θα δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ σε σχέση με το έργο τους. Ο στόχος του είναι να προσεγγίσει και να γνωρίσει τον διαβόητο αλλά αφανή καλλιτέχνη Banksy. Πράγματι μια ευτυχής συγκυρία φέρνει τους δυο τους σε επαφή με αποτέλεσμα ο Thierry να καταγράψει πολλά από τα έργα του Banksy αλλά και να γίνουν οι δύο τους φίλοι. Εντωμεταξύ αν και η τέχνη των δρόμων ξεκίνησε σαν μια παράνομη δράση αρχίζει να αποκτά φήμη με αποτέλεσμα να πωλείται σε γκαλερί. Οι καλλιτέχνες και ιδιαίτερα ο Banksy ζητούν από τον Thierry να βγάλει το ντοκιμαντέρ του πάνω στην τέχνη τους και να τους παρουσιάσει όπως πραγματικά είναι. Η ταινία όμως, που κατορθώνει να δημιουργήσει αποδεικνύει ότι ο Thierry δεν είναι σκηνοθέτης αλλά ένας μανιακός συλλέκτης εικόνων. Για να μην το αποκαρδιώσει ο Banksy τον συμβουλεύει να είναι πάντα δημιουργικός, χωρίς όμως να συνειδητοποιήσει ότι η φράση του αυτή θα σπρώξει τον Thierry να γίνει ο ίδιος καλλιτέχνης του δρόμου με το όνομα Mr. Brainwash. Ο Thierry αποφασίζει να κάνει μια τεράστια έκθεση, εμπνεόμενος από μια προηγούμενη έκθεση του Banksy, η οποία θα τον καθιερώσει ως καλλιτέχνη. Για να τη διαφημίσει ζητάει τη βοήθεια των φίλων του, των γνωστών καλλιτεχνών του δρόμου. Εκείνοι ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του, χωρίς όμως να μπορούν να φανταστούν ότι η εκδήλωση αυτή που ξεκίνησε περισσότερο σαν ένα αστείο θα πάρει τέτοιες διαστάσεις και θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να καταξιωθεί ο Mr. Brainwash ως σύγχρονος καλλιτέχνης αλλά και να πουληθούν τα έργα του χιλιάδες δολάρια το καθένα.


Η σκηνοθεσία:
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για αισθητική και σκηνοθεσία στο ντοκιμαντέρ αυτό. Το έργο αποτελείται από μια συρραφή συχνά θολών και γεμάτων κόκκων εικόνων που τράβηξε ο ίδιος ο Thierry Guetta.  Ο Banksy πήρε το υλικό αυτό και χρησιμοποίησε την πορεία του Mr. Brainwash ώστε να του δώσει κάποιο αφηγηματικό κορμό. Η συνοχή δηλαδή του υλικού στηρίζεται στις συνεντεύξεις του Thierry Guetta  και στα σχόλια του Banksy και των καλλιτεχνών του δρόμου γι’ αυτόν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για σκόπιμες επιλογές. Από την άλλη όμως οι εικόνες που επιλέχτηκαν μέσα από τα πραγματικά άπειρα τραβήγματα του Thierry Guetta μεταφέρουν επιτυχημένα το κλίμα του ενθουσιασμού, του ρίσκου και της παιχνιδιάρικης επαναστατικότητας που είχε το κίνημα της τέχνης αυτής. Ο δε επιταχυνόμενος ρυθμός προς το τέλος του έργου εκφράζει καλά τη συσσώρευση των γεγονότων και των συγκυριών που μετέτρεψαν τον Thierry Guetta σε καλλιτεχνικό φαινόμενο.
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η μεταστροφή του επίκεντρου του ντοκιμαντέρ από τον Banksy στον Thierry Guetta. Με μια σχεδόν μεταμοντέρνα λογική ο συνεντευξιαζόμενος, το αντικείμενο της κάμερας και του βλέμματος, μετατρέπεται σε αφηγητή και στρέφει με τη σειρά του την κάμερα και το βλέμμα στον κινηματογραφιστή. Η μεταστροφή αυτή είναι τόσο έξυπνη και τόσο μεστή νοημάτων και σχολίων για τη σύγχρονη κοινωνία, που πραγματικά με κάνει να αναρωτιέμαι εάν το όλο έργο δεν είναι μια καλά οργανωμένη συντεχνία των δύο καλλιτεχνών, που κάνουν ένα ακόμα πείραγμα, ένα ειρωνικό σχόλιο προς τον θεατή σε απόλυτη συνέχεια με το πνεύμα των υπόλοιπων έργων τους.

Η συζήτηση περί τέχνης
Το ντοκιμαντέρ συζητά το τι είναι η τέχνη και πως αυτή εμπορευματοποιείται. Οι καλλιτέχνες του δρόμου κάνουν τη δική τους «επανάσταση» στο ρου της ιστορίας της τέχνης δημιουργώντας έργα που σε μεγάλο βαθμό αντιβαίνουν στους πιο συμβατικούς ορισμούς της τέχνης. Στηρίζουν τα έργα τους στην ποπ κουλτούρα και στις μαζικές εικόνες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των περιοδικών και τυπογραφείων, θυμίζοντας την Ποπ Αρτ που άνθισε σε Αγγλία και Αμερική τις δεκαετίες του ’50 και του’60. Η τέχνη τους συχνά αποτελείται από ευτελή υλικά και είναι εφήμερη σε αντίθεση με τις παλαιότερες αντιλήψεις που ήθελαν την τέχνη αιώνια. Ταυτόχρονα επιχειρούν να φέρουν την τέχνη κοντά στον άνθρωπο και στην καθημερινότητά του δημιουργώντας εικόνες μακριά από τους χώρους των μουσείων και των γκαλερί. Σκόπιμα καταστρατηγούν όλους τους κλασικούς ορισμούς της τέχνης υποστηρίζοντας ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει τέχνη και ότι η τέχνη είναι απλά πάθος και δημιουργία. Όταν όμως όλοι οι ορισμοί καταλυθούν, τι μένει για να ορίσει την τέχνη; Μονάχα ένας ορισμός που δεν είναι ορισμός: Τέχνη είναι οτιδήποτε ένα μεγάλο μέρους του κοινωνικού συνόλου αποδέχεται ως τέχνη. Η δε αποδοχή του κοινωνικού συνόλου εκφράζεται και μεταφράζεται σε χρήμα.

Με τον τρόπο αυτό τα έργα των καλλιτεχνών του δρόμου, «των επαναστατών», γρήγορα αγκαλιάζονται από το κοινωνικό σύνολο, αγοράζονται και πωλούνται και μέσω αυτής της διαδικασίας χάνουν την αντικομφορμιστική τους αξία και την ειρωνεία τους. Η περίπτωση του Mr. Brainwash χρησιμοποιείται σαν ένα ακραίο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. Πρόκειται για την περίπτωση ενός ανθρώπου με έξυπνες ιδέες που κατά σύμπτωση βρέθηκε μέσα στο κύκλωμα των καλλιτεχνών και αξιοποίησε τους φίλους του και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να γίνει ένας ακριβός και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης σε μία νύκτα. Μπορεί από τη μία οι καλλιτέχνες του δρόμου να επιθύμησαν μια τέχνη ελεύθερη χωρίς κανόνες και περιορισμούς που να στηρίζεται μονάχα στο προσωπικό πάθος, όταν όμως η τέχνη τους απέκτησε υπεραξία και οι ίδιοι αισθάνθηκαν αμηχανία και ίσως να θέλησαν να ορίσουν την αξία της τέχνης αλλιώς.