Wednesday, June 05, 2013

Οι δύο άκρες του φάσματος: φιλμ και ψηφιακή τεχνολογία (2)

Τα τελευταία χρόνια η κινηματογραφική βιομηχανία παραπαίει ανάμεσα στη ψηφιακή καταγραφή της εικόνας και στο φιλμ. Έργα παράγονται είτε αποκλειστικά με τη μια μέθοδο ή την άλλη ή άλλοτε με ένα συνδυασμό των δύο μεθόδων επιχειρώντας να αποκομίσουν τα πλεονεκτήματα και των δύο. Πολλοί μιλούν για μια μεταβατική περίοδο στην κινηματογραφική παραγωγή η οποία θα λήξει με τον οριστικό θάνατο του φιλμ. Τι σημαίνει αυτό όμως για τον θεατή; Επηρεάζει η μέθοδος το αποτέλεσμα ή το ερώτημα αναλογικό ή ψηφιακό αφορά μονάχα τους επαγγελματίες του χώρου; 


Ολοένα περισσότεροι σκηνοθέτες γοητεύονται από την αμεσότητα και την ευκολία του ψηφιακού εξοπλισμού εγκαταλείποντας οριστικά τις παλαιότερους μεθόδους κινηματογράφησης. Παραγωγοί και εταιρείες στηρίζουν και προωθούν την τεχνολογία αυτή κυρίως για εμπορικούς λόγους. Καταρχάς τα ψηφιακά εφέ και το 3D - συνυφασμένο πια με τη ψηφιακή τεχνολογία- αποτελούν το νέο εμπορεύσιμο ατού των ταινιών. Σε μια εποχή δηλαδή οικονομικής κρίσης και πτώσης του αριθμού των εισιτηρίων οι εταιρείες εκμεταλλεύονται τους νεοτερισμούς της βελτιωμένης εικόνας και του 3D για να διεκδικήσουν υψηλότερη τιμή εισόδου στην αίθουσα. Επιπλέον για να λυθούν τα σημαντικά προβλήματα που ακόμα έχει αυτή η τεχνολογία (π.χ. το βασικό θέμα ότι το φιλμ ακόμα διαθέτει καλύτερες δυνατότητες στην καταγραφή της εικόνας από τον πιο εξελιγμένο ψηφιακό αισθητήρα) οι εταιρείες οφείλουν να επενδύσουν τώρα χρόνο και χρήμα. Με λίγα λόγια οι θεατές με τα ειδικά υψηλότερα εισιτήρια πληρώνουν σε μεγάλο βαθμό την υπόσχεση για μια βελτιωμένη εικόνα παρά την ήδη πραγμάτωσή της στην οθόνη που εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν.

The Artist (μια σκηνή πανω στον τρόπο κινηματογράφησης)
Ενάντια σε αυτή την παλίρροια της τεχνολογικής ανάπτυξης και στην πίεση της συμμετοχής στη ψηφιακή εποχή ο σκηνοθέτης ή ο οποιοσδήποτε επαγγελματίας του χώρου υποχρεούται σχεδόν να ακολουθήσει ώστε στο μέλλον να μην θεωρείται παρωχημένος και μην μείνει χωρίς απασχόληση. Λίγοι όχι μόνο αντιστέκονται αλλά σχεδόν πεισματικά γυρνάνε εμφατικά πίσω στο χρόνο δημιουργώντας έργα όπως το The Artist (2011)- Michel Hazanavicius ή το Blancanieves (Η Χιονάτη 2013)- Pablo Berger.

Είναι ενδιαφέρον ότι όλο αυτό το συνονθύλευμα τεχνικών πληροφοριών που κανονικά θα αφορούσαν μόνο τους ειδήμονες και τους εργαζόμενους του χώρου αποτελεί πεδίο φανατικών αντιπαραθέσεων των σινεφίλ αλλά και των λιγότερο υποψιασμένων θεατών.  Γιατί ο θεατής θα πρέπει να ενδιαφέρεται εάν μια ταινία γυρίστηκε σε φιλμ ή σε ψηφιακή μορφή; Παρασύρεται και εκείνος από την σχεδόν επιθετική διαφήμιση των τεχνολογιών από τις κινηματογραφικές εταιρείες και χάνεται στο περιτύλιγμα, στη φόρμα του έργου, χωρίς να εισχωρεί στην ουσία, στο πραγματικό δηλαδή περιεχόμενο της ταινίας; Στην πραγματικότητα εδώ ο θεατής ακόμα και δεν μπορεί να το εκφράσει ξεκάθαρα, συναισθάνεται ένα θεμελιακό ερώτημα της κριτικής της τέχνης: Σε ποιο δηλαδή βαθμό η φόρμα ορίζει το περιεχόμενο και πως σχετίζεται με θέμα του έργου.

Αν και η συζήτηση είναι οικεία σε άλλους τομείς της τέχνης, στο σινεμά κατά κάποιο τρόπο «μπουρδουκλώνεται» καθώς μια ταινία είναι κυρίως και συνηθέστερα εμπορικό προϊόν και σπανιότερα έργο τέχνης. Επιπλέον το θέμα του έργου τέχνης στον κινηματογράφο είναι το σενάριο, το οποίο από μόνο του μπορεί να αποτελέσει ένα «έργο τέχνης» με τη δική του φόρμα, θέμα και περιεχόμενο, περιπλέκοντάς το ζήτημα ακόμα περισσότερο. Συχνά λοιπόν ο θεατής παρασύρεται αναγνωρίζοντας μια ταινία ως ποιοτική εάν αυτή διαθέτει καλό σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση δεν  εξετάζει τις υπόλοιπες και σημαντικότερες πτυχές της ταινίας, τη φόρμα (= την αισθητική της εικόνας, τη δομή του έργου, την αφήγηση, την ηθοποιία, το μοντάζ, τον ήχο κ.α.)και το περιεχόμενο, την εύθραυστη και περίπλοκη ισορροπία ανάμεσα στη φόρμα και στο θέμα ή αλλιώς τις ιδέες και τα συναισθήματα που περιέχει και εμπνέει το έργο χάρη στο συνδυασμό των δύο άλλων στοιχείων. 



The Hobbit ένα παράδειγμα κορεσμένων χρωμάτων μέσω ψηφιακής επεξεργασίας
Κατά συνέπεια η μάχη ανάμεσα στο φιλμ και στη ψηφιακή τεχνολογία δεν είναι ένα θέμα ανώδυνο μακριά από την ουσία καθώς και οι δύο τεχνικές αποτελούν τμήμα της φόρμας του έργου και επηρεάζουν το περιεχόμενο της ταινίας, το όλο ζητούμενο της εμπειρίας της κινηματογραφικής θέασης. Η επεξεργασία της εικόνας και το 3D από μόνα τους δεν είναι το σημαντικότερο προσόν ενός έργου ακόμα και όταν διαφημίζεται σαν το βασικό χαρακτηριστικό του. Μπορεί ο Peter Jackson να επένδυσε το The Hobbit: An Unexpected Journey (2012) όχι μόνο με 3D, αλλά και με μεγαλύτερη αναλογία καρέ ανά δευτερόλεπτο με στόχο μια εικόνα πλούσια σε λεπτομέρεια και βάθος, αλλά το έργο εξακολουθεί να είναι σχετικά αδιάφορο. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι όσο η τεχνολογία δίνει νέες δυνατότητες και δημιουργεί μια νέα φόρμα, η φόρμα αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται με τρόπο που πραγματικά να ταιριάζει και να υπηρετεί το θέμα και το περιεχόμενο του έργου και όχι ως αυτοσκοπός.

The Life of Pi (μια σχεδόν εξώ πραγματική εικόνα κατασκευασμένη στον υπολογιστή)
 Ένα καλό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι Η ζωή του Πι (The Life of Pi ) του Ang Lee που επίσης προβλήθηκε μέσα σε αυτή την κινηματογραφική περίοδο. Το έργο παρουσιάζει μια φανταστική αλλά και άκρως συμβολική ιστορία που δημιουργεί ο ήρωας καθώς αρνείται να αντιμετωπίσει και να διηγηθεί μια σκληρή αλήθεια. Σε αυτή την φανταστική ιστορία ταιριάζει το ένδυμα της απίστευτα όμορφης, της υπερ-ρεαλιστικής εικόνας που δημιουργεί ο Ang Lee με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Και όταν είναι τόσο σοφά σχεδιασμένη, το 3D είναι απλά αναγκαιότητα που λείπει όταν κάποιος δει την ταινία σε συμβατική αίθουσα. Η δε υπερβολική ομορφιά και γοητεία της εικόνας θα «λίγωνε» τον θεατή εάν δεν στήριζε το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου. Εάν πίσω της δεν κρυβόταν η συζήτηση για την πίστη στο ανώτερο ον και για το πώς αυτή μπορεί να εξυπηρετήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή και εάν μέσω αυτής δεν υμνούταν η ίδια η χαρά της ζωής τότε η ομορφιά αυτή, η φόρμα δηλαδή θα ήταν βαρετή και επίπλαστη.

Blancanieves (οι απλές φωτοσκιάσεις δημιουργούν την ατμόσφαιρα)
Στην απέναντι ακριβώς πλευρά του φάσματος στέκεται η Χιονάτη που αναφέρθηκε παραπάνω. Η Χιονάτη ακόμα περισσότερο από το The Artist επέστρεψε σε μια τεχνολογία που δεν είναι απλά παλιότερη αλλά και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ξεπερασμένη και νεκρή. Γυρίστηκε σε 16mm φιλμ χωρίς ήχο το οποίο πρωτό-βγήκε στην κυκλοφορία το 1923 από την Eastman Kodak. Η δε κάμερα  Arriflex 16 SR3 που χρησιμοποιήθηκε μπορεί επίσης να θεωρηθεί σχεδόν μουσειακό κομμάτι σύμφωνα με τα δεδομένα μια βιομηχανίας που συνήθως τρέχει ορμητικά πίσω από το νέο, καθώς παράχθηκε το 1991. Η σύγκριση δε ανάμεσα στην ζωή του Πι και τη Χιονάτη δεν είναι καθόλου τυχαία καθώς η Χιονάτη είναι επίσης ένα έργο με ιδιαίτερα εξεζητημένη ομορφιά των εικόνων. Εδώ, όμως η ομορφιά έχει επιτευχθεί με μέσα πιο πατροπαράδοτα. Χωρίς καν χρώμα αλλά με το προσεγμένο κάδρο, με το απλό φως και τις στρατηγικά τοποθετημένες σκιές κατορθώνει να δημιουργήσει μια μοναδική ατμόσφαιρα. Η τεχνοτροπία αυτή μπορεί αυτόματα να αποσπά το θαυμασμό, καθώς διαθέτει την πατίνα του χρόνου.  Από την άλλη κάποιος μπορεί να θεωρεί τον τρόπο της ψηφιακής επεξεργασίας της εικόνας εύκολο, ένα «κλέψιμο» που κάνει ο Ang Lee, καθώς ο υπολογιστής προσφέρει άπειρες δυνατότητες. Παρά ταύτα ακόμα και σε αυτή την τεχνική πρέπει να
πραγματοποιηθούν κρίσιμες επιλογές και απαιτείται μαστοριά. Το καίριο όμως θέμα είναι το εάν και στη Χιονάτη η επιλογή της φόρμας αρμόζει στο θέμα και κυρίως στο περιεχόμενο του έργου. Πράγματι, η παλιά τεχνοτροπία εφαρμόζεται σε ένα έργο χωρίς ήχο, με μια ιστορία σχετικά απλή, υπενθυμίζοντας τη γοητευτική αφέλεια του βωβού κινηματογράφου, όπου ο θεατής μαγευόταν με τα λίγα. Και εάν στο έργο αυτό το θέμα, το παραμύθι της Χιονάτης μοιάζει αδύναμο μπροστά στην ορμή της φόρμας πρέπει κανείς να αναλογιστεί αυτό που ειπώθηκε παραπάνω, ότι ο κινηματογράφος είναι προπάντων εικόνα. Οι δε μικρές αλλαγές στο μύθο της Χιονάτης πραγματικά ενδυναμώνουν την ιστορία, τη βοηθούν να συνταιριάξει με την φόρμα και μετατρέπουν το περιεχόμενο ίσως όχι τόσο πλούσιο σε ιδέες όσο αυτό της ζωής του Πι αλλά ακόμα πιο σύνθετο από αυτό στα συναισθήματα.

Hugo (σκηνή που αναφέρεται στο έργο του πρώτου σκηνοθέτη του φανταςστικού, Melies) 
Και τα δυο αυτά έργα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν παραδείγματα για το σε ποιο βαθμό η φόρμα γενικότερα, και πιο συγκεκριμένα το φιλμ και η ψηφιακή τεχνολογία επηρεάζουν το περιεχόμενο της ταινίας. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω ότι η ζωή του Πι θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη ψηφιακή τεχνολογία ούτε η Χιονάτηθα ήταν τόσο ξεχωριστά όμορφη χωρίς το φιλμ. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην περίοδο αυτή που η βιομηχανία ανιχνεύει ποια θα είναι η πορεία της στο μέλλον, βγαίνουν στις αίθουσες ταινίες σαν τη Χιονάτη, το Hugo(2011)- Martin Scorsese και το The Artist που είναι αυτό-αναφορικές, ανακαλώντας την ίδια την πορεία του κινηματογράφου με το θέμα, τη φόρμα και το περιεχόμενό τους. Υπό αυτές τις συνθήκες καλό θα ήταν η κινηματογραφική βιομηχανία να αφήσει τις μεγάλες κουβέντες για το θάνατο του φιλμ και να επιτρέψει παρά το γεγονός ότι της είναι μάλλον οικονομικά ασύμφορο, στον κάθε σκηνοθέτη να επιλέξει τη φόρμα που επιθυμεί. Διαφορετικά ο κινηματογράφος θα καταλήξει μια σειρά από επάλληλα αντίγραφα και κατά συνέπεια πιθανώς με ολοένα λιγότερους θεατές.