Οι γκανγκστερικές ταινίες (μετά το 1930)
Το γκανγκστερικό είδος ήταν απόρροια των ίδιων συνθηκών. Το κραχ είχε δημιουργήσει μια έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο Αμερικάνικο κράτος και τους λειτουργούς του. Επιπλέον το καθεστώς της ποτοαπαγόρευσης έδινε ώθηση στην εγκληματικότητα και σε ένα βαθμό δικαιολογούσε ηθικά την παρανομία. Υπό τις συνθήκες αυτές ο γκάνγκστερ δεν ήταν για τους θεατές ένα πρόσωπο απαραίτητα ηθικά επιλήψιμό ή έστω ένας χαρακτήρας πιο αρνητικός από τον οποιοδήποτε άλλο καθώς οι κοινωνικές συνθήκες τον ωθούσαν στην παρανομία και δικαιολογούσαν την εγκληματικότητά του αλλά και ολόκληρη η κοινωνία ήταν εξίσου διεφθαρμένη. Στην ουσία ο γκάνγκστερ είναι η συνέχεια του παράνομου καουμπόη που εκσυγχρονίζεται εγκαταλείποντας τις πεδιάδες για την πόλη και την καραμπίνα για τη μοντέρνα τεχνολογία. Τα έργα αυτά (παραγωγή κυρίως της Warner) είναι κοινωνικά δράματα τα οποία διαδραματίζονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στη Ν. Υόρκη ή στο Σικάγο και σε ένα συγκεκριμένο χρόνο, στα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης και του οικονομικού κραχ.
Ο γκάνγκστερ παρουσιάζεται σαν ένα φτωχόπαιδο ή ένα λαθρομετανάστη που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις και κάνει την τύχη του με το όπλο του. Στη συνέχεια ζει την επιτυχία του με χλιδή και πλούτο ωσότου να έρθει το αναπόφευκτο τέλος και ο ήρωας-γκανγκστερ να πέσει μαχόμενος από τις σφαίρες είτε της αντίπαλης συμμορίας είτε της αστυνομίας. Εάν κάποιος δει το μοντέλο αυτό προσεκτικά μπορεί να αναγνωρίσει κάποια σημεία. Η ζωή του γκάγκστερ διαθέτει μοτίβα σχεδόν ηρωικά τα οποία είναι θαυμαστά. Αποτελεί στην ουσία μια στρέβλωση του Αμερικάνικου ονείρου όπου ο φτωχός άνθρωπος με σκληρή δουλειά, επιμονή και αρπάζοντας τις ευκαιρίες κατορθώνει να αποκτήσει πλούτο και να ανελιχθεί κοινωνικά. Το άδοξο τέλος του ήρωα έρχεται την εποχή αυτή κυρίως για μπορέσει η ταινία να πάρει έγκριση και να βγει στις αίθουσες χωρίς να «σκοντάψει» στον κώδικα του Χεϊζ. Αργότερα η πτώση και η καταστροφή του ήρωα μπορεί να δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ήρωας ξεπερνά τα όρια, σπάει ακόμα και το προσωπικό του κώδικά ηθικής και για το λόγο αυτό τιμωρείται.
Angels with Dirty Faces(1938)-Michael Curtiz
Ο σκηνοθέτης Michael Curtiz ποτέ δεν κέρδισε την αίγλη της ονομασίας ενός σκηνοθέτη- δημιουργού. Τα έργα του εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στο κλασσικό στυλ του Hollywood, ακολουθώντας τους συγκεκριμένους κανόνες. Ακόμα όμως και σας ένα σκηνοθέτης που λειτουργούσε κυρίως ως εκτελεστής των επιταγών του στούντιο επιδεικνύει τόσο μεγάλη μαεστρία στην τέχνη του ώστε πολλές από τις ταινίες του (π.χ. Casablanca) να θεωρούνται κλασικές. Η σκηνοθεσία δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο προσωπικό στυλ και διαθέτει λίγες εξάρσεις. Από την άλλη όμως κάνει όλες τις σκηνές να φαίνονται άκοπες και φυσικές ελκύοντας τον θεατή. Η φυσικότητα αυτή μπορεί να ξεγελάσει και να κάνει τον θεατή να παραβλέψει την φοβερή ικανότητά του όταν χρειάζεται να μεταφέρει την ένταση και τα μηνύματα που επιθυμεί όταν χρειάζεται. Η σκηνή του αγώνα μπάσκετ και η σκηνή της εκτέλεσης είναι δύο πολύ καλά παραδείγματα.
Στη σκηνή της εκτέλεσης βλέπουμε το πρόσωπο του Rocky δυνατό και περήφανό. Στο επόμενο πλάνο το δωμάτιο παρουσιάζεται το δωμάτιο της ηλεκτρικής καρέκλας: ο επικείμενος θάνατος. μετά έρχεται η σκιά του Rocky και ξαφνικά τον ακούμε που καταρρέει που παρακαλά για την ζωή του. Τα χέρια του αρπάζουν το καλοριφέρ. Ο τεχνικός ετοιμάζει το μηχάνημα και κατεβάζει το μοχλό. Ο σκηνοθέτης σέβεται τον ήρωα του και η τελευταία εικόνα του προσώπου του που μας δίνει είναι ήρεμη. Στα υπόλοιπα πλάνα αποφεύγει να μας τον δείξει ολόκληρο με αποτέλεσμα ο ήρωας να κρατά μέρος της αξιοπρέπειας του για τους θεατές. Αντίθετα η ένταση και η τραγικότητα της σκηνής δίνεται με μια σειρά από μικρά σε χρονική διάρκεια, κοντινά σε λεπτομέρειες ( τη σκιά, τα χέρια, τα μηχανήματα) πλάνα που εναλλάσσονται γρήγορο ρυθμό. Η σκηνή κορυφώνεται με το κοντινό στο πρόσωπο του παπά που δακρύζει.
Το Angels with Dirty Faces ανήκει σε αυτή την κινηματογραφική παράδοση της γκανγκστερικής ταινίας που υπόκειται στον κώδικα Χεϊζ. Ο γκάνγκστερ από τη μία παρουσιάζεται σαν ένας θαρραλέος ήρωας με μια σειρά από καλά στοιχεία όπως την πίστη του στον παιδικό του φίλο και το θάρρος του. Η εγκληματικότητά του δικαιολογείται σε μεγάλο βαθμό από τη διαφθορά της κοινωνίας. Όταν το κράτος και οι λειτουργοί του είναι διεφθαρμένοι γιατί ο απλός πολίτης να μην είναι; Είναι χαρακτηριστικό πως η ταινία αντιμετωπίζει το ερώτημα για το εάν ο εγκληματίας γεννιέται έχοντας εξ’ αρχής κακή και εγκληματική φύση ή εάν διαμορφώνεται. Το γεγονός ότι ένα τυχαίο γεγονός καθορίζει την πορεία και τη μετέπειτα ζωή των δύο ηρώων φανερώνει ότι η ταινία υποστηρίζει την άποψη ότι η παιδεία είναι αυτή που διαμορφώνει τον άνθρωπο και ότι εκ φύσεως όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί. Έτσι επειδή ο Rocky συλλαμβάνεται και περνά την εφηβική του ηλικία σε αναμορφωτήρια μετατρέπεται σε γκάνγκστερ. Αντίθετα ο φίλος του γίνεται παπάς. Την ίδια ιδέα υποστηρίζει ολάκερη η ιστορία της ταινίας καθώς ο παπάς διαρκώς επιχειρεί να εκπαιδεύσει τα παιδιά της γειτονιάς και να τα απομακρύνει από τις κακές επιρροές προσφέροντας τους την ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον. Άλλωστε ακόμα και αν ο Rocky καταφεύγει σε εγκληματικές ενέργειες ακόμα και στο φόνο οι πράξεις σε ένα βαθμό δικαιολογούνται από την αφήγηση της ταινίας. Καταλήγει στις πράξεις αυτές επιθυμώντας να μην γίνει θύμα, να βρει το δίκιο του, να προστατέψει τον φίλο του κτλ. Κατά βάθος ο γκάνγκστερ έχει μια χρυσή καρδιά. Προστατεύει το παλιό του φίλο, ερωτεύεται και τελικά θυσιάζεται(;- το τέλος μπορεί να είναι αμφιλεγόμενο) για το καλό των νέων.
Η αμφισημία του τέλους ίσως να είναι και μια παραχώρηση στο κώδικα Χειζ που την εποχή αυτή δεν δέχεται την επιείκεια απέναντι σε ένα εγκληματία. Η εξυπνάδα της ταινίας είναι ότι χρησιμοποιεί, ανατρέπει και τελικά αναπλάθει τα ηθικοπλαστικά διδάγματα της εποχής και της λογοκρισίας. «Το έγκλημα δεν αποδίδει» λέει το σλόγκαν της εποχής και το σλόγκαν αυτό ακούγεται και στην ταινία. Ο Rocky λέει στην αγαπημένη του ότι το έγκλημα δεν αποδίδει για τον μικροαπατεώνα αλλά ο μεγάλος εγκληματίας μπορεί να ζήσει με άνεση και χλιδή. Οικονομικά συνεπώς το έγκλημα αποδίδει, υποστηρίζει η ταινία. Ας μην είμαστε απλοϊκοί και αφελείς. Από την άλλη όμως το έγκλημα δεν αποδίδει σε άλλα ίσως σημαντικότερα επίπεδα. Ο ήρωας –γκάνγκστερ αναδίδει μια απέραντη μοναξιά παραμένοντας στο κοινωνικό περιθώριο όσο και αν επιθυμεί και σκληρά προσπαθεί να συνδεθεί με τους ανθρώπους. Γυρνά στην παλιά του γειτονία επιθυμώντας να ανασυνδεθεί με τους παλιούς του φίλους. Δίνει χρήματα στο φίλο του να χτίσει μια στέγη για τα παιδιά αλλά εκείνος τον απορρίπτει και ξεκινά πόλεμο εναντίον του. Συνδέεται με τα παιδιά της γειτονίας και λειτουργεί σαν μέντορας αλλά τελικά υποχρεούται να αποκοπεί και από αυτά, να φανεί λίγος στα μάτια τους. Προσπαθεί να δημιουργήσει μια ερωτική σχέση και τελικά αντιμετωπίζει μόνος το θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα. Το έγκλημα συνεπώς αποδίδει οικονομικά αλλά δεν αποδίδει σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Ο γκάνγκστερ μετατρέπεται σε κάποιον που ούτε να θαυμάσεις μπορείς ούτε να μισήσεις. Τον λυπάσαι μόνο.
Η δε τελευταία σκηνή που είναι μια ευφυέστατη ανατροπή των προσδοκιών των θεατών αλλά και των ηθικών διδαγμάτων που επιχειρούσε να επιβάλλει ο κώδικας. Οι γκάνγκστερ ως νέοι καουμπόηδες ήταν θαυμαστοί ως δυνατοί και θαρραλέοι άνδρες. Ο Rocky όμως πεθαίνει σαν δειλός είτε γιατί δεν μπορεί να αντέξει το θάνατο είτε γιατί θυσιάζει την περηφάνια του για να κάνει το χατίρι του φίλου του και να βοηθήσει τους νεαρούς της γειτονιάς να μην καταλήξουν σαν αυτόν. Από τη μια δηλαδή η ταινία στερεί από τον ήρωα της το χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να τον κάνει θαυμαστό –σύμφωνα με τον κώδικα Χεϊζ- και από την άλλη στερώντας του αυτό το χαρακτηριστικό υπαινικτικά του προσδίδει μια αξία ακόμα μεγαλύτερη και πιο θαυμαστή, την ανιδιοτέλεια και την ικανότητα για αυτοθυσία. Με τον τρόπο αυτό το Angels with Dirty Faces μετατρέπεται από μια απλή ιστορία που δεσμεύεται από τα ήθη και τις ιδέες μιας συγκεκριμένης εποχής και ενός συγκεκριμένου χώρου σε μια αξιομνημόνευτη κινηματογραφική ταινία.