Μέσα στο γενικό κλίμα της νοσταλγίας του κινηματογραφικού παρελθόντος που εγκαινίασε την κινηματογραφική αυτή σεζόν ο Michel Hazanavicius με το The Artist συνεχίζει ο γνωστός Martin Scorsese με το Hugo. Αν και η αναφορά στο κινηματογραφικό παρελθόν είναι κοινή στα δύο έργα η εποχή στην οποία αναφέρονται και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν το θέμα τους είναι εντελώς διαφορετικός… ή μήπως κατά βάθος δεν είναι;
Η υπόθεση:
Ο Hugo είναι ένα μικρό αγόρι που ζει ανάμεσα
στους τοίχους ενός σιδηροδρομικού σταθμού του Παρισιού κουρδίζοντας τα ρολόγια
του σταθμού. Έχει μανία με τις μηχανές και προσπαθεί εναγωνίως να επισκευάσει
ένα αυτόματο που είχε βρει ο πατέρας του στην αποθήκη του μουσείου. Ο πατέρας
του έχει σκοτωθεί σε μια πυρκαγιά στο μουσείο και ο Hugo βλέπει το αυτόματο
αυτό σαν μια γέφυρα επικοινωνίας με τον πατέρα του. Μια μέρα ο παιχνιδοπώλης
του σταθμού τον συλλαμβάνει να κλέβει από το μαγαζί του και του αποσπά το
σημειωματάριο του με τις σημειώσεις του πατέρα του πάνω στο αυτόματο. Σε
αντάλλαγμα για σημειωματάριο του ο Hugo αρχίζει να δουλεύει για τον παιχνιδοποιό. Μέσω αυτού γνωρίζει την εγγονή του η οποία
έχει ένα κλειδί το οποίο ταιριάζει τέλεια στο αυτόματο του Hugo. Όταν τα παιδιά
επιδιορθώνουν το αυτόματο εκείνο ζωγραφίζει μια εικόνα από την ταινία του George Melies «Ταξίδι στο Φεγγάρι». Σύντομα αποδεικνύεται ότι ο παιχνιδοπώλης είναι ο
διάσημος σκηνοθέτης που πικραμένος από την οικονομική του αποτυχία στο χώρο του
κινηματογράφου έχει αποσυρθεί και αρνείται να μιλήσει για τις ταινίες και το
παρελθόν του. Ο Hugo βλέπει τον George Melies σαν ένα άνθρωπο
που χρειάζεται «επισκευή» και αποφασίζει να τον βοηθήσει να αισθανθεί καλύτερα.
Τον συστήνει σε ένα ερευνητή του κινηματογράφου που είναι μεγάλος θαυμαστής του
και προσπαθεί να του επιστρέψει ένα από τα δημιουργήματά του, το αυτόματο. Στην
προσπάθεια του αυτή όμως πρέπει να διαφύγει του αστυφύλακα που τον αναζητά για
να τον στείλει στο ορφανοτροφείο. Το αυτόματο καταστρέφεται για άλλη μια φορά
αλλά ο George Melies αναθαρρεύει και θεραπεύεται
απολαμβάνοντας τη φήμη και τον θαυμασμό των σινεφίλ οπαδών του. Το θαύμα
πραγματοποιείται και ο Hugo βρίσκει μια νέα οικογένεια καθώς υιοθετείται από
τον George Melies.
Και στο έργο αυτό
όπως και στο The Artist η υπόθεση του έργου είναι ένα
απλοϊκό σχετικά παραμύθι που χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα ώστε το έργο να
μπορεί να διηγηθεί την ιστορία του George Melies, του πατέρα του
φανταστικού κινηματογράφου. Όλα τα μοτίβα της υπόθεσης είναι ήδη γνωστά και οικεία, σχεδόν μια
σύμβαση: Το ορφανό αλλά προικισμένο παιδί που αναζητεί μια μνήμη και σύνδεση με
τον πατέρα του και μέσω αυτής τελικά βρίσκει το δρόμο του προς μία νέα
οικογένεια που τον εκτιμά και τον αγαπά. Στις προσπάθειες του, υπάρχει η έννοια
της περιπέτειας, των εμποδίων και της αναζήτησης αλλά και ο ελλοχεύων κίνδυνος
να συλληφθεί να οδηγηθεί σε ένα «σκληρό» ορφανοτροφείο. Τον κίνδυνο αυτό, εδώ
αντιπροσωπεύει ο αστυφύλακας του σταθμού, τον οποίο ο Hugo προσπαθεί με κάθε
τρόπο να αποφύγει.
Το παιδικό αυτό
παραμύθι ντύνεται με τη μορφή που του
ταιριάζει. Φαντασμαγορική και ρομαντική ατμόσφαιρα τυλίγει το Παρίσι αλλά και
τον σιδηροδρομικό αυτό σταθμό. Χρυσόσκονη πάλλεται στον αέρα, ρομαντικό
ακορντεόν αντηχεί, πλούσια κορεσμένα χρώματα και δραματικές φωτοσκιάσεις χαρακτηρίζουν
κάθε σκηνή. Ο χώρος μπορεί να είναι πραγματικός, δίνεται όμως ως μαγικός τόπος
όπως ίσως να φαινόταν μέσα από μάτια ενός παιδιού. Ο Hugo, άλλωστε,
παρακολουθεί τα τεκταινόμενα του σταθμού κρυμμένος πίσω από τα ρολόγια του, σαν
να βλέπει ένα κινηματογραφικό έργο. Γνωρίζει καλά τα σκηνικά αλλά και τους
πρωταγωνιστές και με ενδιαφέρον βλέπει τις σχέσεις του αστυφύλακα με την ανθοπώλισσα,
την κυρία του καφέ με τον ηλικιωμένο κύριο και τους άλλους εργαζόμενους του
σταθμού. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες του σεναρίου που δεν έχουν καμία σχέση με
την εξέλιξη του κεντρικού κορμού της ιστορίας είναι τα στοιχεία που γοητεύουν
και εξυψώνουν την ιστορία πέρα από ένα μπανάλ παραμύθι.
Ο Martin Scorsese
είναι αναμφίβολα ένας σκηνοθέτης με έξοχο παρελθόν. Έχει τη μοναδική ικανότητα
να περνάει από είδος σε είδος εκτελώντας πάντοτε το έργο με καταπληκτική
αρτιότητα και με μια επίμονη τελειότητα. Οι εικόνες του είναι άψογες. Οι
όμορφες εικόνες δεν σημαίνει πάντοτε ότι έχουν ψυχή, γιατί ακόμα και η ομορφιά
πρέπει να έχει λόγο, πρέπει να υποστηρίζει μια ιδέα ώστε να μην είναι κίβδηλη.
Και στο Hugo η υπερβολική γλυκύτητα και η βεβιασμένη σχεδόν μαγική
ατμόσφαιρα δεν θα μπορούσε να είναι εύκολα ανεκτή εάν δεν έκρυβε πίσω της μια
ενδιαφέρουσα ιδέα. Όπως το The Artist χρησιμοποίει την ασπρόμαυρη εικόνα
και την έλλειψη ή προσθήκη- ανά περιπτώσεις- ήχου για να αφηγηθεί το πέρασμα
του κινηματογράφου στην ηχητική περίοδό του, έτσι και το Hugo αξιοποιεί όλα τα νέα τεχνολογικά εφέ, την επεξεργασία του
υπολογιστή, το 3D κ.α.
για να αφηγηθεί την ιστορία του πρώτου κινηματογραφιστή, που επιχείρησε μέσω
μερικών απλών εφέ, που ο ίδιος επινόησε, να αφηγηθεί όχι τις καθημερινές
ιστορίες της εποχής του, αλλά τα όνειρα. Ο George Melies, μάγος κατά το επάγγελμα,
είδε στην κινηματογραφική τέχνη τη δυνατότητα της δημιουργίας μιας αληθοφανούς
ψευδαίσθησης σε αντίθεση με τους ονομαζόμενους εφευρέτες του κινηματογράφου,
τους αδελφούς Lumiere, που
ήθελαν να εκπλήξουν το πλήθος με μια πειστική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Μπορεί στην εποχή του να μην υπήρχαν οι υπολογιστές, αλλά τα απλά εφέ που
χρησιμοποίησε είχαν τον ίδιο στόχο: τη δημιουργία μιας φανταστικής
πραγματικότητας. Είναι ταιριαστό, λοιπόν, ο Scorsese να χρησιμοποιεί τα πιο
εξελιγμένα εφέ της εποχής του για να διηγηθεί την ιστορία του επινοητή των
κινηματογραφικών εφέ. Και είναι πρέπον να υμνείται ο George Melies γιατί είναι ο πατέρας του
φανταστικού, και εμπνευστής σκηνοθετών όπως ο παλιός Spielberg, ο Tim Burton, ο
Terry Gilliam και τόσο άλλων που υπηρετούν το κινηματογραφικό αυτό είδος με
τόσους πολλούς και ενδιαφέροντα διαφορετικούς τρόπους. Και εάν κάποιος νομίζει
ότι η φαντασία έχει μικρότερη αξία ή ότι είναι λιγότερη αληθινή από την
πραγματικότητα γελιέται οικτρά.