Thursday, May 15, 2014

Gravity (2013)- Alfonso Cuarón και Snowpiercer (2013)- Joon-ho Bong: Το προκάλυμμα του νοήματος σε δύο ταινίες δράσεις

Σ' αυτήν την κινηματογραφική σεζόν βγήκαν δύο ταινίες δράσης -επιστημονικής φαντασίας οι οποίες διαφημίστηκαν σαν έργα που ξεπερνούν τους περιορισμούς του είδους τους και διαθέτουν καλό σενάριο και ενδιαφέρουσες ιδέες. Το Gravity και το Snowpiercer πέρα από το είδος τους και τον τρόπο διαφήμισής τους ως "έξυπνες" ταινίες δράσης ελάχιστα κοινά έχουν καθώς αποτελούν δείγματα διαφορετικού τρόπου παραγωγής. Το Gravity είναι μια μεγάλη παραγωγή από μεγάλο στούντιο με πρωταγωνιστές σταρ του Hollywood. Αποδείχτηκε μάλιστα ο μεγάλος νικητής των Όσκαρ με έξι αγαλματίδια εκ των οποίων τρία σημαντικά στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, στη σκηνοθεσία και στο μοντάζ[1]. Το Snowpiercer είναι μια μικρότερη παραγωγή, εμπλουτισμένο με στοιχεία πέρα από την κεντρική Αμερικάνική βιομηχανία. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να αναδειχθεί τι διαφημίζεται ως "έξυπνο" στους δύο διαφορετικούς χώρους.

Ένας θεατής που επιλέγει να δει μια ταινία δράσης-επιστημονικής φαντασίας συνήθως έχει μικρές απαιτήσεις από το σενάριο, καθώς το μεγάλο ατού τους είναι οι ευφάνταστες εντυπωσιακές σκηνές οι οποίες είναι εκτελεσμένες με τεχνική αρτιότητα και κατά συνέπεια με τρόπο πειστικό. Οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις που κάνουν τις σκηνές αυτές εφικτές επίσης προβάλλονται στην προωθητική καμπάνια των ταινιών. Αντίστροφα το σενάριο τους συνήθως περιορίζεται στη συμβατική και επαναλαμβανόμενη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, όπου το καλό θριαμβεύει αδιαφιλονίκητα.

Στο Gravity το σενάριο δεν στηρίζεται στην στερεοτυπική αυτή μάχη, αλλά παρουσιάζει τον αγώνα της άπειρης αστροναύτη Ryan Stoneνα επιβιώσει. Ένα ατύχημα διαλύει τη σεληνάκατο και σκοτώνει όλα σχεδόν τα μέλη της αποστολής. Μόνη της στο διάστημα επιχειρεί να προσεγγίσει κάποια άλλη σεληνάκατο και να την οδηγήσει στη γη πριν τελειώσει το οξυγόνο της.
Η τεχνική αρτιότητα και τα πλάνα της γης από το διάστημα είναι εφάμιλλα της μεγάλης παραγωγής που είναι το Gravity. Από κει και πέρα όμως το σενάριο αδυνατεί να εκμεταλλευτεί την ατμόσφαιρα και το φόβο της απεραντοσύνης του διαστήματος και σύντομα μπαίνει στην προβλεπόμενη τροχιά. Η μοναδική επιτυχημένη στιγμή του είναι στην αρχή της ταινίας όταν η πρωταγωνίστρια Sandra Bullock αιωρείται ολομόναχη στο διάστημα ανίκανη να μετακινηθεί προς τον άλλο μοναδικό επιζώντα της αποστολής George Clooney και το διαστημικό σκάφος. Η αίσθηση της ανημποριάς, η μοναξιά και ο φόβος της απεραντοσύνης δημιουργούν άγχος και νευρικότητα στο θεατή και δίνουν μια βιαστική ματιά για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια τελείως διαφορετική και ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα ταινία.

Οι παραγωγοί όμως του Hollywood αδυνατούν να αντισταθούν στη γοητεία ενός καλού τέλους και στο κοινότυπο αλλά αγαπημένο τους μήνυμα ότι εάν ο άνθρωπος είναι αποφασισμένος και βάλει τα δυνατά του πάντοτε θα τα καταφέρνει. Έτσι η άπειρη επιστήμονας Ryan Stoneνα πάει κόντρα σχεδόν σε όλους τους νόμους της φυσικής, πλοηγεί τον εαυτό της στο διάστημα, μπαίνει σε μια άλλη σεληνάκατο και κατορθώνει να επιστρέψει στη γη.

Όλη αυτή η προσπάθεια είναι διάστικτη από μικρά στο
ιχεία υποτιθέμενου νεωτερισμού και συμβολισμού τα οποία ότι ντύνουν το έργο με τα βαθύτερα νοήματά του. Καταρχάς το action figure είναι γυναίκα και όχι άντρας. Η έκπληξη της ισχυρής γυναίκας μπορεί να είχε μια δυναμική στο Alien (1979) του Ridley Scott αλλά το 2013 έχει ξαναπαρουσιαστεί και μάλιστα με καλύτερο τρόπο. Στην αρχή του έργου η Ryan Stoneνα της Bullock εμφανίζεται σαν μια τυπική γυναίκα άπειρη και αδύναμη χρειάζεται τον George Clooney να έρθει να τη σώσει και να τη συμβουλέψει. Η δική του θυσία την ωθεί. Μόνο αργότερα βρίσκει τη δική της δύναμη και ενεργητικότητα.

Η Sandra Bullock σε ενβρυακή σχεδόν στάση ξαναγεννιέται
στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και από την επαφή της με το θάνατο
Το συμβολικό δε επίπεδο είναι εξίσου επιφανειακό και μάλλον στερεότυπο. Η Ryan Stoneνα δεν είναι απλώς μια γυναίκα αλλά διαθέτει και την πιο ισχυρή και διάσημη ιδιότητα της γυναίκας, ήταν μητέρα. Το παιδί της όμως έχει πεθάνει. Το έργο υπονοεί ότι η ηρωίδα υποθάλπει μια επιθυμία θανάτου καθότι μέσα από το θάνατο του παιδιού της έχει ακυρωθεί. Γι' αυτό βρίσκεται στο διάστημα, γι' αυτό έχει αναλάβει μια τόσο επικίνδυνη δουλειά.  Η κοντινή της επαφή με το θάνατο, την ωθεί να ξεπεράσει τη θλίψη και το τραύμα της απώλειας του παιδιού της και να πάρει ουσιαστικά και ενεργά την απόφαση να ζήσει. Συμβολικά η ηρωίδα πεθαίνει στο διάστημα και ξαναγεννιέται με τα πρώτα αδύναμά της βήματα στη γη (βήματα νεογνού). Με αυτόν τρόπο το Gravity ξεπερνά τα υπαρξιακά ερωτήματα που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίζουν και καλύπτει (;) τις ανάγκες του αγοραστικού κοινού του για "κάτι" που θα συνοδεύει και δικαιολογεί το όλο θέαμα.

Στον αντίποδα της παραγωγής βρίσκεται το Snowpiercer, καθότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προϊόν ανεξάρτητου κινηματογράφου. Το κόστος δημιουργίας του (λιγότερο από το μισό του Gravity) ώθησε την ταινία σε μια πιο "βρώμικη" και ιδιάζουσα αισθητική που στηρίζεται σε φτηνότερα εφέ και πλάνα. Το επιτελείο επίσης των ηθοποιών του μπορεί να έχει δουλέψει σε μεγάλες παραγωγές αλλά σπάνια είχαν τους πρώτους ρόλους και σίγουρα δεν είναι της ίδιας φήμης και μισθολογικής κλίμακας.

Εδώ παρουσιάζεται μια μελλοντική δυστοπία (από αυτές που είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια) όπου η γη περνάει εποχή παγετώνα λόγω των κλιματολογικών αλλαγών. Όλοι οι επιζώντες βρίσκονται μέσα ένα τρένο που διαρκώς κινείται διασχίζοντας σχεδόν όλη τη γη. Το τρένο αυτό είναι ένα κλειστό οικοσύστημα όπου όλοι οι άνθρωποι, τα ζώα και τα φυτά έχουν τη θέση τους. Τα τελευταία βαγόνια που αποτελούνται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και που ζουν στην απόλυτη εξαθλίωση αποφασίζουν να επαναστατήσουν και να αποκτήσουν το έλεγχο της μηχανής του τρένου.

Η αισθητική αυτή κρατά σε εγρήγορση τον θεατή στην αρχή του έργου. Στη συνέχεια όμως καθώς το σύμπαν της ταινίας αποκαλύπτεται βαγόνι-βαγόνι το έργο παύει να εκπλήσσει και βασίζεται στις σκηνές μάχης για να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών. Οι κλειστοί χώροι είναι το ατού των σκηνών δράσης όπως η απεραντοσύνη του διαστήματος αντίστοιχα στο Gravity και ο σκηνοθέτης φροντίζει να το εκμεταλλευτεί και να τα αξιοποιήσει με τον δέοντα τρόπο. Το έργο αποκτά ξανά ενδιαφέρον στο τέλος όπου παρουσιάζονται οι ανατροπές και όπου το συμβολικό και νοηματικό περιεχόμενο της ιστορίας αποκαλύπτεται.

Ο ήρωας σχεδόν προσκυνάει στην πρώτη του επαφή με τη Μηχανή
Παραδοσιακά ο ανεξάρτητος κινηματογράφος έχει πιο ενδιαφέρουσες και ανατρεπτικές ιδέες να αναδείξει σε σχέση με το εμπορικότερο Hollywood και στο σημείο αυτό το Snowpiercer δικαιώνει το χώρο προέλευσής του. Η μηχανή του τρένου συμβολικά μετατρέπεται στην κρατική μηχανή, η οποία αποθεώνεται καθώς μέσω της επιβολής της οργάνωσης και της ταξικής κοινωνίας υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη διαιώνιση του πολιτισμού και την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Το τρένο είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπου όλα έχουν μια προκαθορισμένη θέση με ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής και όπου οι αριθμοί έχουν μεγαλύτερη σημασία από το άτομο που είναι αναλώσιμο. Η δε επανάσταση είναι επίσης προβλεπόμενη από το σύστημα καθώς οι συγκρούσεις είναι ένα σύστημα ελέγχου της αύξησης τους πληθυσμού και τρόπος αποσυμπίεσης της κοινωνικής έντασης. Η ολοκληρωτική κρατική μηχανή παρουσιάζεται από τους υποστηρικτές της ως φυσική νομοτέλεια καθώς συγκρίνεται με ένα οικοσύστημα. Το μήνυμα του έργου είναι ότι εάν κάποιος αποζητά την ουσιαστική αλλαγή δεν πρέπει να προσπαθεί να αποκτήσει τον έλεγχο της μηχανής (του τρένου ή του κράτους) αλλά την καταστροφή της. Το ανθρώπινο είδος έχει ελπίδες να επιβιώσει χωρίς αυτή.

Το εάν η ιδεολογία του Snowpiercer είναι πραγματικά καινοτόμα και ριζοσπαστική είναι ένα θέμα βαθιά πολιτικό, σχεδόν πάντοτε επίκαιρο, αλλά ας παραμείνουμε επικεντρωμένοι στην κινηματογραφική σκοπιά του θέματος. Κατά την άποψη μου, το Snowpiercer παρά τον ιδεολογικό του πλούτο παραμένει νοηματικά αδύναμο. Οι ιδέες δεν είναι ενσωματωμένες στη σκηνοθεσία και στη δομή του έργου όπου το βάρος πέφτει στη μάχη και στη δράση αλλά προστίθενται στο τέλος σαν μια σκέψη που πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων. Οι δε συμβολισμοί είναι τόσο έντονα προβεβλημένοι, αυτόματοι και προφανείς που γίνονται σχεδόν αφελείς. Για παράδειγμα, είναι ανάγκη τα  μικρά παιδιά της χαμηλότερης τάξης να μετατρέπονται κυριολεκτικά σε εξαρτήματα της μηχανής του τρένου, ώστε ο θεατής να πιάσει το νόημα; Από ποιό σημείο και πέρα αυτού του είδους κυριολεκτική παρομοίωση μετατρέπεται σε απλοποίηση και τελικά πτώχευση των ιδεών;

To Hollywood ντύνει την "έξυπνη" ταινία δράσης του με μια ιδέα παναθρώπινα σχεδόν αποδεκτή που καταλήγει ανούσια κοινοτυπία, ώστε όλοι να παραμένουν ικανοποιημένοι. Από την άλλη το Snowpiercer προβάλει μια ιδεολογία σαφώς πιο περίπλοκη και αμφιλεγόμενη με ένα τρόπο τόσο αδιαμφισβήτητο και κυριολεκτικό που οι ιδέες καταλήγουν σχεδόν επίπλαστες. Και τα δύο χάνουν το στόχο της πραγματικής ευφυΐας και περιορίζονται στο προκάλυμμα της εξυπνάδας.





[1] Η αξία του Όσκαρ μπορεί να είναι μικρή στα μάτια ενός Ευρωπαίου κινηματογραφόφιλου, αλλά τα Όσκαρ είναι στην ουσία η επίσημη φωνή της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας, του Hollywood, και εκφράζει τις δικές της προτιμήσεις και φιλοδοξίες για το κινηματογραφικό μέλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι καλό ίσως να θέτει κανείς την όλη τελετή στην πραγματική της θέση αλλά και να μην αγνοεί παντελώς τα αποτελέσματά της.

Friday, February 21, 2014

Dallas Buyers Club- Jean-Marc Vallée: Ένα πολύπλευρα αληθινό πορτρέτο

Υπόθεση
Το έργο στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Στα μέσα του '80 η Αμερική περνούσε τη μεγάλη κρίση του AIDS. Χωρίς το κοινό να έχει την οποιαδήποτε πληροφόρηση για την ασθένεια και με τις φαρμακευτικές εταιρείες να μην γνωρίζουν πως να την αντιμετωπίσουν η Αμερική έχανε σημαντικό αριθμό ατόμων κυρίως στους κύκλους των ομοφυλοφίλων. Ο ήρωας Ron Woodroof είναι ένας επίδοξος καουμπόης χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που τζογάρει και κοιμάται με την όποια διαθέσιμη. Όταν μετά από εργατικό ατύχημα καταλήγει στο νοσοκομείο, οι ιατροί του ανακοινώνουν ότι έχει προσβληθεί από τον ιό και ότι έχει 30 μέρες ζωής. Από κει και πέρα ξεκινά ένα αγώνα επιμήκυνσης της ζωής του, κλέβοντας φάρμακα, διαβάζοντας για την αρρώστια του και εισάγοντας φάρμακα παράνομα στην Αμερική. Κατά τη προσπάθεια του αυτή γνωρίζει και γίνεται φίλος με την τρασεξουαλ Rayon, ενημερώνει άλλους ασθενείς και τους εξασφαλίζει φάρμακα που είναι απαγορευμένα στις Η.Π.Α.

Ερμηνείες
Οι πρωταγωνιστές Matthew McConaughey και Jared Leto χάνουν αρκετά κιλά ώστε να μπορέσουν να επιδείξουν το ταλαιπωρημένο και ισχνό σώμα ενός ασθενούς. Η αφοσίωση και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους δεν αποδεικνύεται μόνο από την ταλαιπωρία στην οποία υπέβαλαν τον εαυτό τους αλλά και από την ευαισθησία με την οποία ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες τους. Ο Jared Leto χτίζει μια εντυπωσιακή Rayon, δραστήρια, πανέξυπνη γεμάτη χιούμορ και ζωντάνια αλλά και αυτοκαταστροφική. Ο δε Matthew McConaughey έχει να αντιμετωπίσει μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση καθώς ο χαρακτήρας του ειδικά στην αρχή του έργου είναι μάλλον αντιπαθής. Ο ηθοποιός όμως κατορθώνει να επιδείξει το ταξίδι που κάνει ο Woodroof  από την επιπολαιότητα σε μια ωριμότητα κερδίζοντας τις εντυπώσεις και δημιουργώντας ένα από τα πιο αληθινά και πολύπλευρα κινηματογραφικά πορτρέτα.

Σκηνοθεσία
Δυστυχώς η σκηνοθεσία του Jean-Marc Vallée δεν απογειώνει αυτό το αρκετά καλό και ρεαλιστικό σενάριο. Ο Vallée μοιάζει να μην έχει αποφασίσει ακριβώς τι έργο επιθυμεί να γυρίσει ισορροπώντας αμήχανα ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αισθητικές. Από τη μία επιλέγει τα σχεδόν ξεπλυμένα από το υπερβολικό φως χρώματα που μεταφέρουν την αίσθηση του νοσοκομείου σχεδόν σε όλες τις σκηνές και από την άλλη χρησιμοποιεί χαμηλά φώτα και "γεμάτα" χρώματα για τις αναμνήσεις (κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου) του ήρωα και στις λίγες σκηνές που δεν σχετίζονται άμεσα με την ασθένεια. Τα ξεπλυμένα χρώματα και λιτή αισθητική ταιριάζουν καλά στο γενικό ύφος της ταινίας που μια και στηρίζεται σε πραγματική ιστορία έχει χροιά ντοκιμαντέρ. Οι υπόλοιπες σκηνές όμως γεμάτες αισθησιασμό, μοιάζουν ασύνδετες με το υπόλοιπο έργο και συχνά αποπροσανατολίζουν τον θεατή σε σχέση με το ύφος του έργου που βλέπει.

Το σενάριο και τα περεταίρω
Κάθε φορά που ο κινηματογράφος μεταφέρει στην οθόνη μια αληθινή ιστορία έχει να αντιμετωπίσει την ακόλουθη πρόκληση: από τη μία οφείλει να παραμένει κοντά στην αλήθεια και από την άλλη η αφήγηση πρέπει να διαθέτει ανατροπές, εκπλήξεις και την αίσθηση της ροής και την ολοκλήρωσης. Συνήθως οι καλλιτεχνικές αναγκαιότητες κυριαρχούν με αποτέλεσμα οι λεπτομέρειες της ιστορίας και οι πιο αμφιλεγόμενες και αντικρουόμενες πλευρές των χαρακτήρων να εξαφανίζονται (βλέπε Η μαγική Ομπρέλα). Ο Vallée μοιάζει να επιλέγει να παραμείνει πιστός στην ιστορία (αν και κάποιοι μάρτυρες των γεγονότων το αμφισβητούν) και δεν κατορθώνει να βρει τη χρυσή τομή που θα του χαρίσει ένα ολοκληρωμένο έργο που θα ξεπεράσει τα στενά όρια της ενδιαφέρουσας αφήγησης για να μετατραπεί σε κάτι πραγματικά αξέχαστο.

 Αν και το θέμα του σεναρίου για το Aids και την αντιμετώπισή του από το Αμερικάνικο κράτος και τον Αμερικάνικο Οργανισμό Φαρμάκων είναι αρκετά καυτό δεν αποτελεί μια συγκλονιστική αποκάλυψη, καθώς αντίστοιχές ιστορίες είναι ήδη γνωστές. Η πιο συνταραχτική πλευρά του παραμένει ο κεντρικός χαρακτήρας και η προσωπική του πορεία. Ο Ron Woodroof της ταινίας είναι ένα ακόλαστος αμόρφωτος ομοφοβικός τζογαδόρος αντιπαθής σε μεγάλο βαθμό στο κοινό. Η ευφυΐα που τον ωθεί να πληροφορηθεί και να αναζητήσει νέους τρόπους επιβίωσης, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής που μαθαίνει με την συναναστροφή του με την Rayon, η μαχητικότητα και η άρνηση του να παραδοθεί κερδίζουν τον σεβασμό. Ο Ron Woodroof φροντίζει πρώτα από όλα τον εαυτό του από άποψη υγείας αλλά και χρηματικά. Ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζει φάρμακα για χιλιάδες άλλους, πληροφορεί και συντρέχει αυτούς που το Αμερικάνικο κράτος έχει κλείσει στο περιθώριο. Το γεγονός ότι ακόμα και στην προσφορά του, ακόμα και στο θάνατό του ο χαρακτήρας αυτός δεν αγιοποιείται αλλά παραμένει δισυπόστατος και αμφιλεγόμενος είναι το ίδιον του σεναρίου που τελικά εξιλεώνει το έργο για τις όποιες ατέλειες του.

Friday, February 07, 2014

Her (Δικός της)- Spike Jonze: Φιλοσοφικά θέματα και ευαισθησίες

Υπόθεση
Ο ήρωας Theodore Twombly ζει σε ένα αδιευκρίνιστο αλλά όχι πολύ μακρινό μέλλον. Η δουλειά του είναι να εμπνέεται όμορφα γράμματα αγάπης για τους πελάτες του, γεγονός που είναι κάπως ειρωνικό καθώς πρόσφατα χώρισε από τον παιδικό του έρωτα και δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την μοναξιά του. Για να απασχοληθεί, αγοράζει ένα νέο λειτουργικό πρόγραμμα για τον υπολογιστή του το οποίο διαθέτει τεχνητή νοημοσύνη και διαρκώς εξελίσσεται, την Samantha. Σταδιακά γοητεύεται από την προσωπικότητα της Samantha και την ερωτεύεται.

Ερμηνείες
Το έργο διαθέτει δύο πραγματικά εκπληκτικές ερμηνείες. Ο Joaquin Phoenix παρουσιάζει μια πλευρά του που μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί ξανά στην οθόνη. Με βαρύ μουστάκι και σχετικά ασκημούλης, παίζει τον Theodore με μεγάλη ευαισθησία. Χωρίς μεγάλες κινήσεις και εκφράσεις αφήνει να φανεί στον πρόσωπό του πόσο εύθραυστος, συναισθηματικός και πληγωμένος είναι ο χαρακτήρας του. Εάν ο Spike Jonze ζήτησε από τον Phoenix να δημιουργήσει ένα μέσο άνθρωπο, τότε ο ηθοποιός σαφώς τον ξεγέλασε ενσαρκώνοντας μια προσωπικότητα που είναι ταλαντούχα και διαθέτει τόσο βαθιά συναισθήματα που σαφώς ξεπερνά τη μετριότητα. Ο Theodore του Phoenix είναι εκπληκτικά ανθρώπινος και γίνεται άμεσα αγαπητός και οικείος στο κοινό.
Από την άλλη η Scarlett Johansson έχει το δύσκολο έργο του να δημιουργήσει ένα πειστικό χαρακτήρα μόνο με τη φωνή της και τα καταφέρνει περίφημα. Το λειτουργικό πρόγραμμα Samantha διαθέτει όλα τα κομπιάσματα, τις βαθιές ανάσες, το γέλιο, τη στεναχώρια και τη ζεστασιά που χρειάζεται ώστε να είναι ανθρώπινη και ώστε να ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη φυσικής υπόστασης. Μπορεί για την Johansson ο ρόλος αυτός να είναι μια προσωπική νίκη καθώς μην εμφανιζόμενη στο έργο ούτε μια στιγμή φαίνεται να ξεπερνάει τα στενά όρια της προβολής της ως το νέο sex symbol. Αυτό μπορεί ως ένα βαθμό ισχύει, αλλά για τον θεατή που γνωρίζει τη φωνή της, η εικόνα της παραμονεύει διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού του. Είτε το επιθυμεί η Johansson είτε όχι η Samantha είναι σέξι γιατί την παίζει αυτή και νομίζω ότι ο σκηνοθέτης Jonze την επέλεξε για το ρόλο αυτό επιθυμώντας να εκμεταλλευτεί την εύκολα αναγνωρίσιμη φωνή της αλλά και την λανθάνουσα εικόνα της φυσικής υπόστασής της.

Σκηνοθεσία
Ο Spike Jonze δημιουργεί με το mise en scene ένα πάρα πολύ πιστευτό και οικείο μέλλον. Οι ουρανοξύστες, το μετρό, οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα, τα παιχνίδια στους υπολογιστές μοιάζουν τόσο πολύ με αυτά της σύγχρονης εποχής, που ο θεατής τα αποδέχεται άμεσα. Από την άλλη το φως, τα ρούχα, τα χρώματα και η αισθητική των αντικειμένων θυμίζει προηγούμενες δεκαετίες, μάλλον το '60 και το '70. Το μέλλον λοιπόν δεν χρειάζεται να είναι όντως "μεντολλογικό" αλλά ευφυώς μετατρέπεται σε  ανακυκλωμένη μόδα του παρελθόντος.
Η κίνηση της κάμερας και ο ρυθμός της ταινίας προσαρμόζεται στην ψυχική διάθεση του ήρωα. Μακρόχρονα κοντινά πλάνα στα πρόσωπο του Theodore εκφράζουν την μελαγχολική και σκεπτική του διάθεση. Πιο γρήγορο μοντάζ και ευέλικτη κίνηση της κάμερας μεταφέρουν τον ενθουσιασμό και τη χαρά του. Τα μικρά αναπάντεχα φλας μπακ επιτρέπουν στον θεατή να διεισδύσει στο μυαλό του Theodore και να συνειδητοποιήσει τη συναισθηματική του σύνδεση με την πρώην γυναίκα του αλλά και γιατί το αίσθημα μοναξιάς είναι τόσο έντονο.

Και τα περαιτέρω
 Το Her είναι μεστό από νοήματα και ενδιαφέροντα υπονοούμενα. Η κεντρική ιδέα του σεναρίου για μια τεχνητή νοημοσύνη που εξανθρωπίζεται έχει εμφανιστεί σε πολλά έργα και με ποικίλες εκβάσεις. Στο A.I. Artificial Intelligence(2001), στο I, Robot (2004), στο Blade Runner(1982), στο 2001 : A Space Odyssey (1968) και πολλά ακόμα παραδείγματα.  Τα περισσότερα από αυτά επιχειρούν μια σύγκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή και μέσω της σύγκρισης αυτής προπαθούν να ορίσουν τι είναι ο άνθρωπος. Το ερώτημα που θέτουν είναι ότι σε ένα σύμπαν όπου ένα μηχάνημα έχει νοημοσύνη, μαθαίνει και εξελίσσεται, τι είναι αυτό που διαχωρίζει τη μηχανή από τον άνθρωπο; Οι πιο συνηθισμένες απαντήσεις είναι τα αισθήματα, η ελεύθερη βούληση και ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και στη μοναδικότητα του κάθε ατόμου.

 Το Her όμως ξεπερνάει αυτό το ερώτημα εύκολα και γρήγορα. Είναι από την αρχή προφανές ότι η Samantha μαθαίνει, έχει ελεύθερη βούληση (επιλέγει μόνη της το όνομά της) και εξελίσσεται ακόμα πιο γρήγορα από τον άνθρωπο. Η ίδια αναρωτιέται εάν τα συναισθήματά της είναι αληθινά ή προγραμματισμένα, αλλά και μόνο η αμφιβολία αυτή προσδίδει στα αισθήματά της αυθεντικότητα. Το μόνο που διαχωρίζει τη Samantha από ένα πραγματικό άνθρωπο είναι το σώμα, η φυσική υπόσταση, αλλά εδώ το έργο προσκρούει σε άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Σε ποιό βαθμό το σώμα καθορίζει την ταυτότητά του ανθρώπου; Δεν είναι το πνεύμα το πιο σημαντικό στοιχείο της ύπαρξής του;

Το κεντρικό θέμα του Her δεν είναι -νομίζω- τον εάν η Samantha είναι ισότιμη με ένα άνθρωπο. Άλλωστε πολύ σύντομα ξεπερνά αυτά τα "στενά" όρια. Ας προσπαθήσει ο θεατής να παραμερίσει προς στιγμή τη δελεαστική αυτή ιδέα. Το Her εστιάζει στη μοναξιά και στο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων, γιατί η Samantha λειτουργεί όχι μόνο ανθρώπινα αλλά πολλές φορές υιοθετεί τις στερεοτυπικές αντιδράσεις μιας γυναίκας σε σχέση. Η σκηνή αμηχανίας  μετά το πρώτο βράδυ έρωτα είναι ενδεικτική. Ο Theodore προσπαθεί να μειώσει τη συναισθηματική βαρύτητα της βραδιάς και να ξεγλιστρήσει και η  Samantha εκνευρίζεται και απομακρύνεται πρώτη. Χωρίς το εμπόδιο της φυσικής παρουσίας το έργο έχει την ευκαιρία να επικεντρωθεί στην ψυχική και πνευματική σύνδεση δύο όντων. Στο πως αυτή πραγματώνεται μέσα από τις ανασφάλειες, τις συγκρούσεις και τους ενδοιασμούς ώστε να ευοδωθεί σε μια εξαιρετική συγκυρία η οποία δεν είναι απαραίτητο ότι θα κρατήσει για πάντα. Όταν ο ένας από τους δύο εξελιχθεί ή μεγαλώσει με ένα διαφορετικό τρόπο η απομάκρυνση είναι μοιραία και επώδυνη. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς κάποια επαφή και το παιχνίδι αρχίζει ξανά από την αρχή.

Wednesday, February 05, 2014

Inside Llewyn Davis- Ethan Coen, Joel Coen: Ένα αφιέρωμα στους αφανείς μουσικούς


Υπόθεση

Στη δεκαετία του '60, λίγο πριν από την αναβίωση της φολκ μουσικής από τον Bob Dylan, ένας ακόμα τραγουδιστής του είδους επιχειρεί να επιβιώσει από τη μουσική του χωρίς όμως επιτυχία. Η ευκαιρία του φαίνεται να έχει χαθεί μαζί με τον παρτενέρ του στο τραγούδι ο οποίος αυτοκτόνησε. Αν και αρκετά καλός δεν κατορθώνει να ξεχωρίσει και βυθίζεται στην φτώχια και στα προβλήματα της προσωπικής ζωής του.

Ηθοποιία
Ο πρωταγωνιστής  Oscar Isaac στηρίζει όλο το έργο με μια ικανοποιητική αν και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις ερμηνεία. Η Carey Mulligan κατορθώνει να είναι απολαυστική στη γεμάτη θυμό Jean. O John Goodman όμως είναι αυτός που κλέβει την παράσταση στον αβανταδόρικο ρόλο του χοντρού, ναρκομανή τζαζίστα που περπατάει με δυο μπαστούνια και βρίζει τον ήρωα σε όλο σχεδόν το ταξίδι με το αυτοκίνητο. Ο χαρακτήρας αυτός, τυπικά εξωφρενικός σαν άλλους αντίστοιχους των αδελφών Κοεν, δίνει την ευκαιρία στον John Goodman να δώσει μια απολαυστική ερμηνεία και να δημιουργήσει μια περσόνα που θα μείνει για καιρό στη μνήμη των θεατών. 


Σκηνοθεσία και τα περεταίρω
Οι αδελφοί Κοέν είναι γνωστοί σκηνοθέτες που έχουν δημιουργήσει μια σειρά από ιδιοσυγκρασιακά έργα. Η ιδιαιτερότητα ωστόσο, του κάθε έργου τους είναι κάθε φορά διαφορετική, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα στυλ που να τους χαρακτηρίζει και να είναι άμεσα αναγνωρίσιμο.

Για την ιστορία του Llewyn επιλέγουν μια χρωματική επεξεργασία της εικόνας που είχαν χρησιμοποιήσει στο O Brother, Where Art Thou? (2000) με διαφορετικά όμως αποτελέσματα και στόχους. Εδώ, η εικόνα μοιάζει ξεπλυμένη από χρώμα και εντάσεις σαν ένα φιλμ που έχει αρχίσει να ξεθωριάζει από την πολυκαιρία. Ταυτόχρονα η ίδια επεξεργασία μεταφέρει πολύ καλά την παγωμένη ατμόσφαιρα του χειμώνα της Ν. Υόρκης και της μιζέριας του ήρωα που έχει μείνει χωρίς παλτό.
Τα αδέλφια Κοεν εφαρμόζουν και στο σενάριο και τη σκηνοθεσία κάτι που καλά γνωρίζουν: την περιγραφή μια καθημερινής ζωής όπου τίποτα το συγκλονιστικό δεν συμβαίνει.  Όλο το χιούμορ και η μεταφυσική σχεδόν ειρωνεία προκύπτει από ασήμαντα γεγονότα και κοινότυπους διαλόγους που εάν ο θεατής δεν είναι πολύ προσεκτικός θα χάσει. Η διαρκώς έξαλλη Jean, η κούτα με τους δίσκους με την οποία καταλήγουν όλοι οι επίδοξοι τραγουδιστές, ο ηλικιωμένος μάνατζερ που διαχειρίζεται τον ήρωα και η γραμματέας του είναι τα στοιχεία ενός "σκληρού" αλλά αληθινού χιούμορ. Από την άλλη είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς την ύπαρξη της γάτας την οποία κυνηγά ο ήρωας στο μισό τουλάχιστον έργο. Ποιά είναι η σημασία της; Πρόκειται απλά για ένα σαδιστικό αστείο που ασκούν οι Κοέν στον ήρωα τους;


Οι περισσότεροι θεατές ίσως να αγνοούν ότι το έργο αναφέρεται σε ένα πραγματικό μέρος και χρόνο, σε μια αληθινή συνθήκη. Το μπαρ Gaslight  ήταν ένα μπαρ της δεκαετίας του '60 όπου άσημοι μουσικοί της folk έπαιζαν με μοναδική πληρωμή όσα χρήματα μάζευαν από τους ακροατές, από ένα περιφερόμενο καλάθι. Από αυτό το μπαρ πέρασαν διάσημοι μουσικοί, εκ των οποίων ο Bob Dylan  που κατόρθωσε να επαναφέρει στη μόδα τη συγκεκριμένη μουσική. Ο ήρωας λοιπόν που προσπαθεί να βρει διέξοδο και να επιτύχει στη μουσική βιομηχανία βρίσκεται στο χρόνο και στον τόπο που η αλλαγή θα πραγματοποιηθεί και η στροφή θα συντελεστεί. Ακόμα όμως και έτσι, ακόμα και εάν είναι καλός στη μουσική και έχει πάθος για αυτή, η ευκαιρία θα τον προσπεράσει και η τύχη του δεν θα αλλάξει ποτέ. Του το λέει η Jean, το υπονοεί η σχεδόν κυκλική δομή του έργου, η αυτοκτονία του μουσικού παρτενέρ του και το σκληρό αστείο της γάτας. Όσο ο Llewyn βασανίζεται να βρει και να επιστέψει τη γάτα, εκείνη τελικά γυρίζει χωρίς καμία προσπάθεια στους ιδιοκτήτες της. Εάν η γάτα είναι το σύμβολο μιας πολύ κυνηγημένης και δύσκολα αποκτημένης ευκαιρίας, ο ήρωας την παραγνωρίζει καθώς δεν είναι ακριβώς αυτό που στόχευε και αντί να την υιοθετήσει, την εγκαταλείπει σε ένα αυτοκίνητο στην εθνική οδό. Το έργο φροντίζει να αποδείξει ότι παρά το ταλέντο, το πάθος για τη μουσική και τις κατάλληλες συγκυρίες η μουσική καριέρα για τον Llewyn δεν θα συμβεί ποτέ. Στην τελευταία σκηνή καθώς ο Llewyn κάθεται δαρμένος στο πεζοδρόμιο, από το μπαρ Gaslight ακούγεται η φωνή του Dylan. Οι θεατές γνωρίζουν ότι ο Dylan θα τα καταφέρει στη μουσική μέσα από τους ίδιους δρόμους που συχνάζει και ο Llewyn. Ο Llewyn όμως θα χαθεί στην αφάνεια όπως και τόσοι πολλοί άλλοι, για χάρη των οποίων- νομίζω -ότι το έργο αυτό γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε.

Thursday, January 23, 2014

Η Μαγική Ομπρέλα (Saving Mr. Banks)- John Lee Hancock: Ένα τέλειο παράδειγμα παραγωγής της Ντίσνευ και του Χόλιγουντ

Υπόθεση
Ο Ντίσνευ μετά από 20 χρόνια διαπραγματεύσεων πείθει τη συγγραφέα της Μαίρης Ποπιν, Π.Λ. Τράβερς να ταξιδέψει στο Λος Άντζελες. Ελπίζει ότι δουλεύοντας με τους σεναριογράφους και μουσικούς της εταιρείας του, θα πειστεί να δώσει την έγκρισή της για τη μεταφορά του έργου της σε κινηματογραφική ταινία. Η κ. Π.Λ. Τράβερς, όμως, αποδεικνύεται μία στριφνή γεροντοκόρη Αγγλίδα, η οποία αντιδρά σε όλα και ψάχνει να βρει την οποιαδήποτε αφορμή για να ακυρώσει το σχέδιο. Η προσωπικότητά της συγκρούεται άμεσα με αυτή του Ντίσνευ. Καθώς το περίφημο έργο της Ντίσνευ αποκτά μορφή η Π.Λ. Τράβερς βυθίζεται στις τραυματικές παιδικές της αναμνήσεις από όπου πηγάζει το συγγραφικό της έργο και όπου εξηγούνται οι ιδιοτροπίες της και οι εμμονές της. Τελικά, ο Ντίσνευ την πείθει να τον εμπιστευτεί και να του παραχωρήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου της.

Σκηνοθεσία
Ο σχετικά νεόκοπος σκηνοθέτης John Lee Hancock είναι ένα δημιούργημα της βιομηχανίας του Hollywood.  Στο βιογραφικό του έχει κυρίως δουλέψει ως σεναριογράφος. Πρόσφατα επιχειρεί να μεταπηδήσει στη σκηνοθεσία. Η πορεία του αυτή είναι προφανής στον τρόπο με τον οποίο συνθέτει το έργο του. Η Μαγική Ομπρέλα στηρίζεται σε ένα καλά δομημένο σενάριο  το οποίο εύκολα μεταφράζεται σε μια ταινία με εκτεταμένα flash backs που είναι άμεσα συνδεδεμένα με το παρόν και που βοηθούν στην ερμηνεία του. Ταυτόχρονα διαθέτει  προδιαγραμμένες ανατροπές και σαφή γραμμική πορεία. Το έργο του είναι άρτιο, καλά εκτελεσμένο, χωρίς όμως να διαθέτει ιδιαίτερη αισθητική άποψη ή ατμόσφαιρα.

Ηθοποιία
Η χωρίς εξάρσεις σκηνοθεσία δίνει το περιθώριο σε μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ να λάμψουν. Ο Colin Farrell ως πατέρας της συγγραφέας και ο Tom Hanks  ως Ντίσνευ δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες. Η Emma Thompson, όμως, είναι αυτή που "σώζει" το όλο έργο με τις ικανότητες της. Κατορθώνει να παρουσιάσει μια εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα, αντιπαθητική με την πρώτη ματιά, με ευαισθησία και λεπτότητα αποσπώντας τελικά τη συμπάθεια του θεατή.

Και τα περαιτέρω
Η Μαγική Ομπρέλα φροντίζει επιμελώς να είναι "τακτοποιημένη" και ανώδυνη. Στο δικό της κόσμο όλοι παρακινούνται στις πράξεις τους από αγνά κίνητρα. Έτσι, αν και βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία και σε αληθινούς ανθρώπους κρύβει τις σκοτεινότερες πτυχές των γεγονότων.
 Όλοι οι χαρακτήρες παρουσιάζονται κάτω από ένα υπερβολικά χαριτωμένο φως. Η κυρία Τράβερς είναι σε μεγαλύτερο βαθμό μια αστεία μορφή παρά μια τραγική προσωπικότητα.  Η τριάδα των συντελεστών της Ντίσνευ (Ντον Νταγκραντι και αδελφοί Σέρμαν) είναι τόσο μονοδιάστατοι, ευγενικοί και προσηνείς που θυμίζουν  τα αστεία ζωάκια -χαρακτήρες που στα έργα της Ντίσνευ συνήθως περιστοιχίζουν τους κεντρικούς χαρακτήρες. Επιπλέον, φαίνεται ότι είναι αδύνατο η εταιρεία της Ντίσνευ να αντισταθεί στον πειρασμό να ευλογήσει τα γένια της. Ο Ντίσνευ εμφανίζεται σαν ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος, με τιμή, αξίες και απίστευτη ευαισθησία και σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Τελικά ο Ντίσνευ θριαμβεύει γιατί  το έργο Μάιρη Πόπινς δεν είναι ο συμβιβασμός στη σύγκρουση δύο ισχυρών προσωπικοτήτων αλλά η πλήρης υποχώρηση της συγγραφέως, που σε μία στιγμή αδυναμίας θαμπώνεται από την βαθιά κατανόηση του Ντίσνευ, τον εμπιστεύεται και του παραχωρεί όλα όσα της είναι σημαντικά. 

Η Μαγική Ομπρέλα είναι το τέλειο παράδειγμα μιας παραγωγής του Χόλιγουντ και μάλιστα της Ντίσνευ. Σωστά δομημένο και ξεκάθαρο σενάριο και χαρακτήρες, άρτια ουδέτερη σκηνοθεσία, μεγάλες ερμηνείες. Ένα σύμπαν όπου τα πάντα κινούνται γύρω από τις αγαθές προθέσεις. Μπορεί να υπάρχουν χίλιοι λόγοι να το αντιπαθήσεις αλλά δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία μιας καλοφτιαγμένης αφήγησης.