Φίλοι μου, με παρακάλεσαν να δούμε την εν λόγω ταινία. Κανείς μας όμως δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η ταινία αυτή ήταν στην πραγματικότητα ένα ντοκιμαντέρ και όχι μια κωμωδία όπως αρχικά νομίζαμε.
Λίγα χρόνια πριν ο δήμαρχος της Ζαχάρω υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους του ότι θα βοηθήσει στην επίλυση ενός βασικού προβλήματος της περιοχής, της έλλειψης γυναικών. Υποσχέθηκε δηλαδή ότι θα πάει στη Βουλγαρία για να εξασφαλίσει γυναίκες στους υποψήφιους γαμπρούς της περιοχής του. Πραγματικά όταν εκλέχτηκε υπό την πίεση κι’ όλας των δημοσιογράφων επιχείρησε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση του. Ο σκηνοθέτης λοιπόν άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις από τους υποψήφιους γαμπρούς. Όλοι τους τόνισαν ότι το μόνο που επιθυμούσαν ήταν μια καλή γυναίκα η οποία θα είναι διατεθειμένη να αντέξει την ήσυχη και σε μεγάλο βαθμό απόμερη ζωή του χωριού τους. Οι ντόπιες γυναίκες παραπονιόντουσαν ότι τους απέρριπταν επειδή ήθελαν να ζήσουν στην πόλη.
Το σκηνικό στήνεται και οι γαμπροί ύστερα από αγωνιώδεις ετοιμασίες φτάνουν στο χωριό της Ρωσίας. Εκεί μέσα σε κλίμα πενταήμερης εκδρομής έρχονται τα πρώτα προβλήματα. Δεν υπάρχει επικοινωνία καθώς οι γυναίκες και οι άνδρες δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Ο Ρώσος Παπάς πάει να βγάλει οικονομικό κέρδος από την συναλλαγή. Παρά ταύτα οι γυναίκες πείθονται να επισκεφτούν την Ελλάδα και να δουν τους γαμπρούς στον τόπο τους. Εδώ έρχεται το πιο επίπονο κομμάτι της ταινίας. Η Σοβιετική Ρωσία την τελευταία δεκαετία θεωρείται μια χώρα φοβερά καθυστερημένη. Μέσα όμως από την ταινία ανακαλύπτουμε ότι οι καθυστερημένη αμόρφωτη και απαίδευτη είναι η ελληνική επαρχία. Άνθρωποι που δεν ξέρουν να μιλήσουν ούτε στη γλώσσα τους και που όπως διαπίστωσαν και οι Ρωσίδες δεν έχουν την θέληση να πάρουν πρωτοβουλίες για να κάνουν καλύτερη την ζωή τους. Θεωρούν τους εαυτούς τους καλούς γαμπρούς. Κατηγορούν τον τόπο για το γεγονός ότι έχουν μείνει χωρίς ταίρι αλλά στην ουσία οι ίδιοι δεν ήταν άξιοι να προσελκύσουν μια γυναίκα.
Την αμορφωσιά αυτή εκμεταλλεύονται τα τηλεοπτικά κανάλια, ο δήμαρχος και όλοι όσοι τους περιστοιχίζουν. Αναρωτιέμαι τέλος, πως οι άνθρωποι αυτοί δέχτηκαν να κινηματογραφηθούν. Δεν είχαν συνείδηση του γελοίου της κατάστασης τους; Θεώρησαν ότι θα γίνουν διάσημοι κινηματογραφικοί αστέρες και τώρα κοιτώντας το πρόσωπο τους στο πανί περηφανεύονται στα καφενεία;
Όσο για τον σκηνοθέτη τον Κίμωνα Τσακίρη ένα θα πω: η κακεντρέχεια του δύσκολα κρυβόταν πίσω από μια υποτιθέμενη αντικειμενικότητα. Ο ίδιος δεν εμφανίζεται ποτέ σαν αφηγητής. Δεν σχολιάζει τα όσα συμβαίνουν. Στις συνεντεύξεις του ακούμε μόνο τις απαντήσεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι όσα βλέπουμε εκείνος επέλεξε να μας τα δείξει. Οι σκηνές που κάνουν ρεζίλη τους πρωταγωνιστές του είναι πλούσιες και πολυάριθμες. Αντίθετα εκείνες που θα μπορούσαν να μας κάνουν να τους δούμε σα απλοϊκούς ανθρώπους με κάποια συμπάθεια ελάχιστες. Ας έφτιαχνε καλύτερα μια ταινία μυθοπλασίας με ηθοποιούς βασισμένη πάνω σε αυτή την εξωφρενική αλλά αληθινή ιστορία. Τότε και περισσότερο γέλιο θα έβγαζε και το σχόλιο που θα πετύχανε με τον υποβόσκων σαρκασμό του θα ήταν περισσότερο ουσιαστικό και λιγότερο εξυπανκίστικο. Λυπάμαι κύριε Τσακίρη στο επόμενο ντοκιμαντέρ σας δεν θα προσέλθω.
No comments:
Post a Comment