Thursday, May 15, 2014

Gravity (2013)- Alfonso Cuarón και Snowpiercer (2013)- Joon-ho Bong: Το προκάλυμμα του νοήματος σε δύο ταινίες δράσεις

Σ' αυτήν την κινηματογραφική σεζόν βγήκαν δύο ταινίες δράσης -επιστημονικής φαντασίας οι οποίες διαφημίστηκαν σαν έργα που ξεπερνούν τους περιορισμούς του είδους τους και διαθέτουν καλό σενάριο και ενδιαφέρουσες ιδέες. Το Gravity και το Snowpiercer πέρα από το είδος τους και τον τρόπο διαφήμισής τους ως "έξυπνες" ταινίες δράσης ελάχιστα κοινά έχουν καθώς αποτελούν δείγματα διαφορετικού τρόπου παραγωγής. Το Gravity είναι μια μεγάλη παραγωγή από μεγάλο στούντιο με πρωταγωνιστές σταρ του Hollywood. Αποδείχτηκε μάλιστα ο μεγάλος νικητής των Όσκαρ με έξι αγαλματίδια εκ των οποίων τρία σημαντικά στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, στη σκηνοθεσία και στο μοντάζ[1]. Το Snowpiercer είναι μια μικρότερη παραγωγή, εμπλουτισμένο με στοιχεία πέρα από την κεντρική Αμερικάνική βιομηχανία. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να αναδειχθεί τι διαφημίζεται ως "έξυπνο" στους δύο διαφορετικούς χώρους.

Ένας θεατής που επιλέγει να δει μια ταινία δράσης-επιστημονικής φαντασίας συνήθως έχει μικρές απαιτήσεις από το σενάριο, καθώς το μεγάλο ατού τους είναι οι ευφάνταστες εντυπωσιακές σκηνές οι οποίες είναι εκτελεσμένες με τεχνική αρτιότητα και κατά συνέπεια με τρόπο πειστικό. Οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις που κάνουν τις σκηνές αυτές εφικτές επίσης προβάλλονται στην προωθητική καμπάνια των ταινιών. Αντίστροφα το σενάριο τους συνήθως περιορίζεται στη συμβατική και επαναλαμβανόμενη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, όπου το καλό θριαμβεύει αδιαφιλονίκητα.

Στο Gravity το σενάριο δεν στηρίζεται στην στερεοτυπική αυτή μάχη, αλλά παρουσιάζει τον αγώνα της άπειρης αστροναύτη Ryan Stoneνα επιβιώσει. Ένα ατύχημα διαλύει τη σεληνάκατο και σκοτώνει όλα σχεδόν τα μέλη της αποστολής. Μόνη της στο διάστημα επιχειρεί να προσεγγίσει κάποια άλλη σεληνάκατο και να την οδηγήσει στη γη πριν τελειώσει το οξυγόνο της.
Η τεχνική αρτιότητα και τα πλάνα της γης από το διάστημα είναι εφάμιλλα της μεγάλης παραγωγής που είναι το Gravity. Από κει και πέρα όμως το σενάριο αδυνατεί να εκμεταλλευτεί την ατμόσφαιρα και το φόβο της απεραντοσύνης του διαστήματος και σύντομα μπαίνει στην προβλεπόμενη τροχιά. Η μοναδική επιτυχημένη στιγμή του είναι στην αρχή της ταινίας όταν η πρωταγωνίστρια Sandra Bullock αιωρείται ολομόναχη στο διάστημα ανίκανη να μετακινηθεί προς τον άλλο μοναδικό επιζώντα της αποστολής George Clooney και το διαστημικό σκάφος. Η αίσθηση της ανημποριάς, η μοναξιά και ο φόβος της απεραντοσύνης δημιουργούν άγχος και νευρικότητα στο θεατή και δίνουν μια βιαστική ματιά για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια τελείως διαφορετική και ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα ταινία.

Οι παραγωγοί όμως του Hollywood αδυνατούν να αντισταθούν στη γοητεία ενός καλού τέλους και στο κοινότυπο αλλά αγαπημένο τους μήνυμα ότι εάν ο άνθρωπος είναι αποφασισμένος και βάλει τα δυνατά του πάντοτε θα τα καταφέρνει. Έτσι η άπειρη επιστήμονας Ryan Stoneνα πάει κόντρα σχεδόν σε όλους τους νόμους της φυσικής, πλοηγεί τον εαυτό της στο διάστημα, μπαίνει σε μια άλλη σεληνάκατο και κατορθώνει να επιστρέψει στη γη.

Όλη αυτή η προσπάθεια είναι διάστικτη από μικρά στο
ιχεία υποτιθέμενου νεωτερισμού και συμβολισμού τα οποία ότι ντύνουν το έργο με τα βαθύτερα νοήματά του. Καταρχάς το action figure είναι γυναίκα και όχι άντρας. Η έκπληξη της ισχυρής γυναίκας μπορεί να είχε μια δυναμική στο Alien (1979) του Ridley Scott αλλά το 2013 έχει ξαναπαρουσιαστεί και μάλιστα με καλύτερο τρόπο. Στην αρχή του έργου η Ryan Stoneνα της Bullock εμφανίζεται σαν μια τυπική γυναίκα άπειρη και αδύναμη χρειάζεται τον George Clooney να έρθει να τη σώσει και να τη συμβουλέψει. Η δική του θυσία την ωθεί. Μόνο αργότερα βρίσκει τη δική της δύναμη και ενεργητικότητα.

Η Sandra Bullock σε ενβρυακή σχεδόν στάση ξαναγεννιέται
στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και από την επαφή της με το θάνατο
Το συμβολικό δε επίπεδο είναι εξίσου επιφανειακό και μάλλον στερεότυπο. Η Ryan Stoneνα δεν είναι απλώς μια γυναίκα αλλά διαθέτει και την πιο ισχυρή και διάσημη ιδιότητα της γυναίκας, ήταν μητέρα. Το παιδί της όμως έχει πεθάνει. Το έργο υπονοεί ότι η ηρωίδα υποθάλπει μια επιθυμία θανάτου καθότι μέσα από το θάνατο του παιδιού της έχει ακυρωθεί. Γι' αυτό βρίσκεται στο διάστημα, γι' αυτό έχει αναλάβει μια τόσο επικίνδυνη δουλειά.  Η κοντινή της επαφή με το θάνατο, την ωθεί να ξεπεράσει τη θλίψη και το τραύμα της απώλειας του παιδιού της και να πάρει ουσιαστικά και ενεργά την απόφαση να ζήσει. Συμβολικά η ηρωίδα πεθαίνει στο διάστημα και ξαναγεννιέται με τα πρώτα αδύναμά της βήματα στη γη (βήματα νεογνού). Με αυτόν τρόπο το Gravity ξεπερνά τα υπαρξιακά ερωτήματα που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίζουν και καλύπτει (;) τις ανάγκες του αγοραστικού κοινού του για "κάτι" που θα συνοδεύει και δικαιολογεί το όλο θέαμα.

Στον αντίποδα της παραγωγής βρίσκεται το Snowpiercer, καθότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προϊόν ανεξάρτητου κινηματογράφου. Το κόστος δημιουργίας του (λιγότερο από το μισό του Gravity) ώθησε την ταινία σε μια πιο "βρώμικη" και ιδιάζουσα αισθητική που στηρίζεται σε φτηνότερα εφέ και πλάνα. Το επιτελείο επίσης των ηθοποιών του μπορεί να έχει δουλέψει σε μεγάλες παραγωγές αλλά σπάνια είχαν τους πρώτους ρόλους και σίγουρα δεν είναι της ίδιας φήμης και μισθολογικής κλίμακας.

Εδώ παρουσιάζεται μια μελλοντική δυστοπία (από αυτές που είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια) όπου η γη περνάει εποχή παγετώνα λόγω των κλιματολογικών αλλαγών. Όλοι οι επιζώντες βρίσκονται μέσα ένα τρένο που διαρκώς κινείται διασχίζοντας σχεδόν όλη τη γη. Το τρένο αυτό είναι ένα κλειστό οικοσύστημα όπου όλοι οι άνθρωποι, τα ζώα και τα φυτά έχουν τη θέση τους. Τα τελευταία βαγόνια που αποτελούνται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και που ζουν στην απόλυτη εξαθλίωση αποφασίζουν να επαναστατήσουν και να αποκτήσουν το έλεγχο της μηχανής του τρένου.

Η αισθητική αυτή κρατά σε εγρήγορση τον θεατή στην αρχή του έργου. Στη συνέχεια όμως καθώς το σύμπαν της ταινίας αποκαλύπτεται βαγόνι-βαγόνι το έργο παύει να εκπλήσσει και βασίζεται στις σκηνές μάχης για να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών. Οι κλειστοί χώροι είναι το ατού των σκηνών δράσης όπως η απεραντοσύνη του διαστήματος αντίστοιχα στο Gravity και ο σκηνοθέτης φροντίζει να το εκμεταλλευτεί και να τα αξιοποιήσει με τον δέοντα τρόπο. Το έργο αποκτά ξανά ενδιαφέρον στο τέλος όπου παρουσιάζονται οι ανατροπές και όπου το συμβολικό και νοηματικό περιεχόμενο της ιστορίας αποκαλύπτεται.

Ο ήρωας σχεδόν προσκυνάει στην πρώτη του επαφή με τη Μηχανή
Παραδοσιακά ο ανεξάρτητος κινηματογράφος έχει πιο ενδιαφέρουσες και ανατρεπτικές ιδέες να αναδείξει σε σχέση με το εμπορικότερο Hollywood και στο σημείο αυτό το Snowpiercer δικαιώνει το χώρο προέλευσής του. Η μηχανή του τρένου συμβολικά μετατρέπεται στην κρατική μηχανή, η οποία αποθεώνεται καθώς μέσω της επιβολής της οργάνωσης και της ταξικής κοινωνίας υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη διαιώνιση του πολιτισμού και την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Το τρένο είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπου όλα έχουν μια προκαθορισμένη θέση με ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής και όπου οι αριθμοί έχουν μεγαλύτερη σημασία από το άτομο που είναι αναλώσιμο. Η δε επανάσταση είναι επίσης προβλεπόμενη από το σύστημα καθώς οι συγκρούσεις είναι ένα σύστημα ελέγχου της αύξησης τους πληθυσμού και τρόπος αποσυμπίεσης της κοινωνικής έντασης. Η ολοκληρωτική κρατική μηχανή παρουσιάζεται από τους υποστηρικτές της ως φυσική νομοτέλεια καθώς συγκρίνεται με ένα οικοσύστημα. Το μήνυμα του έργου είναι ότι εάν κάποιος αποζητά την ουσιαστική αλλαγή δεν πρέπει να προσπαθεί να αποκτήσει τον έλεγχο της μηχανής (του τρένου ή του κράτους) αλλά την καταστροφή της. Το ανθρώπινο είδος έχει ελπίδες να επιβιώσει χωρίς αυτή.

Το εάν η ιδεολογία του Snowpiercer είναι πραγματικά καινοτόμα και ριζοσπαστική είναι ένα θέμα βαθιά πολιτικό, σχεδόν πάντοτε επίκαιρο, αλλά ας παραμείνουμε επικεντρωμένοι στην κινηματογραφική σκοπιά του θέματος. Κατά την άποψη μου, το Snowpiercer παρά τον ιδεολογικό του πλούτο παραμένει νοηματικά αδύναμο. Οι ιδέες δεν είναι ενσωματωμένες στη σκηνοθεσία και στη δομή του έργου όπου το βάρος πέφτει στη μάχη και στη δράση αλλά προστίθενται στο τέλος σαν μια σκέψη που πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων. Οι δε συμβολισμοί είναι τόσο έντονα προβεβλημένοι, αυτόματοι και προφανείς που γίνονται σχεδόν αφελείς. Για παράδειγμα, είναι ανάγκη τα  μικρά παιδιά της χαμηλότερης τάξης να μετατρέπονται κυριολεκτικά σε εξαρτήματα της μηχανής του τρένου, ώστε ο θεατής να πιάσει το νόημα; Από ποιό σημείο και πέρα αυτού του είδους κυριολεκτική παρομοίωση μετατρέπεται σε απλοποίηση και τελικά πτώχευση των ιδεών;

To Hollywood ντύνει την "έξυπνη" ταινία δράσης του με μια ιδέα παναθρώπινα σχεδόν αποδεκτή που καταλήγει ανούσια κοινοτυπία, ώστε όλοι να παραμένουν ικανοποιημένοι. Από την άλλη το Snowpiercer προβάλει μια ιδεολογία σαφώς πιο περίπλοκη και αμφιλεγόμενη με ένα τρόπο τόσο αδιαμφισβήτητο και κυριολεκτικό που οι ιδέες καταλήγουν σχεδόν επίπλαστες. Και τα δύο χάνουν το στόχο της πραγματικής ευφυΐας και περιορίζονται στο προκάλυμμα της εξυπνάδας.





[1] Η αξία του Όσκαρ μπορεί να είναι μικρή στα μάτια ενός Ευρωπαίου κινηματογραφόφιλου, αλλά τα Όσκαρ είναι στην ουσία η επίσημη φωνή της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας, του Hollywood, και εκφράζει τις δικές της προτιμήσεις και φιλοδοξίες για το κινηματογραφικό μέλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι καλό ίσως να θέτει κανείς την όλη τελετή στην πραγματική της θέση αλλά και να μην αγνοεί παντελώς τα αποτελέσματά της.

Friday, February 21, 2014

Dallas Buyers Club- Jean-Marc Vallée: Ένα πολύπλευρα αληθινό πορτρέτο

Υπόθεση
Το έργο στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Στα μέσα του '80 η Αμερική περνούσε τη μεγάλη κρίση του AIDS. Χωρίς το κοινό να έχει την οποιαδήποτε πληροφόρηση για την ασθένεια και με τις φαρμακευτικές εταιρείες να μην γνωρίζουν πως να την αντιμετωπίσουν η Αμερική έχανε σημαντικό αριθμό ατόμων κυρίως στους κύκλους των ομοφυλοφίλων. Ο ήρωας Ron Woodroof είναι ένας επίδοξος καουμπόης χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που τζογάρει και κοιμάται με την όποια διαθέσιμη. Όταν μετά από εργατικό ατύχημα καταλήγει στο νοσοκομείο, οι ιατροί του ανακοινώνουν ότι έχει προσβληθεί από τον ιό και ότι έχει 30 μέρες ζωής. Από κει και πέρα ξεκινά ένα αγώνα επιμήκυνσης της ζωής του, κλέβοντας φάρμακα, διαβάζοντας για την αρρώστια του και εισάγοντας φάρμακα παράνομα στην Αμερική. Κατά τη προσπάθεια του αυτή γνωρίζει και γίνεται φίλος με την τρασεξουαλ Rayon, ενημερώνει άλλους ασθενείς και τους εξασφαλίζει φάρμακα που είναι απαγορευμένα στις Η.Π.Α.

Ερμηνείες
Οι πρωταγωνιστές Matthew McConaughey και Jared Leto χάνουν αρκετά κιλά ώστε να μπορέσουν να επιδείξουν το ταλαιπωρημένο και ισχνό σώμα ενός ασθενούς. Η αφοσίωση και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους δεν αποδεικνύεται μόνο από την ταλαιπωρία στην οποία υπέβαλαν τον εαυτό τους αλλά και από την ευαισθησία με την οποία ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες τους. Ο Jared Leto χτίζει μια εντυπωσιακή Rayon, δραστήρια, πανέξυπνη γεμάτη χιούμορ και ζωντάνια αλλά και αυτοκαταστροφική. Ο δε Matthew McConaughey έχει να αντιμετωπίσει μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση καθώς ο χαρακτήρας του ειδικά στην αρχή του έργου είναι μάλλον αντιπαθής. Ο ηθοποιός όμως κατορθώνει να επιδείξει το ταξίδι που κάνει ο Woodroof  από την επιπολαιότητα σε μια ωριμότητα κερδίζοντας τις εντυπώσεις και δημιουργώντας ένα από τα πιο αληθινά και πολύπλευρα κινηματογραφικά πορτρέτα.

Σκηνοθεσία
Δυστυχώς η σκηνοθεσία του Jean-Marc Vallée δεν απογειώνει αυτό το αρκετά καλό και ρεαλιστικό σενάριο. Ο Vallée μοιάζει να μην έχει αποφασίσει ακριβώς τι έργο επιθυμεί να γυρίσει ισορροπώντας αμήχανα ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αισθητικές. Από τη μία επιλέγει τα σχεδόν ξεπλυμένα από το υπερβολικό φως χρώματα που μεταφέρουν την αίσθηση του νοσοκομείου σχεδόν σε όλες τις σκηνές και από την άλλη χρησιμοποιεί χαμηλά φώτα και "γεμάτα" χρώματα για τις αναμνήσεις (κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου) του ήρωα και στις λίγες σκηνές που δεν σχετίζονται άμεσα με την ασθένεια. Τα ξεπλυμένα χρώματα και λιτή αισθητική ταιριάζουν καλά στο γενικό ύφος της ταινίας που μια και στηρίζεται σε πραγματική ιστορία έχει χροιά ντοκιμαντέρ. Οι υπόλοιπες σκηνές όμως γεμάτες αισθησιασμό, μοιάζουν ασύνδετες με το υπόλοιπο έργο και συχνά αποπροσανατολίζουν τον θεατή σε σχέση με το ύφος του έργου που βλέπει.

Το σενάριο και τα περεταίρω
Κάθε φορά που ο κινηματογράφος μεταφέρει στην οθόνη μια αληθινή ιστορία έχει να αντιμετωπίσει την ακόλουθη πρόκληση: από τη μία οφείλει να παραμένει κοντά στην αλήθεια και από την άλλη η αφήγηση πρέπει να διαθέτει ανατροπές, εκπλήξεις και την αίσθηση της ροής και την ολοκλήρωσης. Συνήθως οι καλλιτεχνικές αναγκαιότητες κυριαρχούν με αποτέλεσμα οι λεπτομέρειες της ιστορίας και οι πιο αμφιλεγόμενες και αντικρουόμενες πλευρές των χαρακτήρων να εξαφανίζονται (βλέπε Η μαγική Ομπρέλα). Ο Vallée μοιάζει να επιλέγει να παραμείνει πιστός στην ιστορία (αν και κάποιοι μάρτυρες των γεγονότων το αμφισβητούν) και δεν κατορθώνει να βρει τη χρυσή τομή που θα του χαρίσει ένα ολοκληρωμένο έργο που θα ξεπεράσει τα στενά όρια της ενδιαφέρουσας αφήγησης για να μετατραπεί σε κάτι πραγματικά αξέχαστο.

 Αν και το θέμα του σεναρίου για το Aids και την αντιμετώπισή του από το Αμερικάνικο κράτος και τον Αμερικάνικο Οργανισμό Φαρμάκων είναι αρκετά καυτό δεν αποτελεί μια συγκλονιστική αποκάλυψη, καθώς αντίστοιχές ιστορίες είναι ήδη γνωστές. Η πιο συνταραχτική πλευρά του παραμένει ο κεντρικός χαρακτήρας και η προσωπική του πορεία. Ο Ron Woodroof της ταινίας είναι ένα ακόλαστος αμόρφωτος ομοφοβικός τζογαδόρος αντιπαθής σε μεγάλο βαθμό στο κοινό. Η ευφυΐα που τον ωθεί να πληροφορηθεί και να αναζητήσει νέους τρόπους επιβίωσης, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής που μαθαίνει με την συναναστροφή του με την Rayon, η μαχητικότητα και η άρνηση του να παραδοθεί κερδίζουν τον σεβασμό. Ο Ron Woodroof φροντίζει πρώτα από όλα τον εαυτό του από άποψη υγείας αλλά και χρηματικά. Ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζει φάρμακα για χιλιάδες άλλους, πληροφορεί και συντρέχει αυτούς που το Αμερικάνικο κράτος έχει κλείσει στο περιθώριο. Το γεγονός ότι ακόμα και στην προσφορά του, ακόμα και στο θάνατό του ο χαρακτήρας αυτός δεν αγιοποιείται αλλά παραμένει δισυπόστατος και αμφιλεγόμενος είναι το ίδιον του σεναρίου που τελικά εξιλεώνει το έργο για τις όποιες ατέλειες του.

Friday, February 07, 2014

Her (Δικός της)- Spike Jonze: Φιλοσοφικά θέματα και ευαισθησίες

Υπόθεση
Ο ήρωας Theodore Twombly ζει σε ένα αδιευκρίνιστο αλλά όχι πολύ μακρινό μέλλον. Η δουλειά του είναι να εμπνέεται όμορφα γράμματα αγάπης για τους πελάτες του, γεγονός που είναι κάπως ειρωνικό καθώς πρόσφατα χώρισε από τον παιδικό του έρωτα και δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την μοναξιά του. Για να απασχοληθεί, αγοράζει ένα νέο λειτουργικό πρόγραμμα για τον υπολογιστή του το οποίο διαθέτει τεχνητή νοημοσύνη και διαρκώς εξελίσσεται, την Samantha. Σταδιακά γοητεύεται από την προσωπικότητα της Samantha και την ερωτεύεται.

Ερμηνείες
Το έργο διαθέτει δύο πραγματικά εκπληκτικές ερμηνείες. Ο Joaquin Phoenix παρουσιάζει μια πλευρά του που μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί ξανά στην οθόνη. Με βαρύ μουστάκι και σχετικά ασκημούλης, παίζει τον Theodore με μεγάλη ευαισθησία. Χωρίς μεγάλες κινήσεις και εκφράσεις αφήνει να φανεί στον πρόσωπό του πόσο εύθραυστος, συναισθηματικός και πληγωμένος είναι ο χαρακτήρας του. Εάν ο Spike Jonze ζήτησε από τον Phoenix να δημιουργήσει ένα μέσο άνθρωπο, τότε ο ηθοποιός σαφώς τον ξεγέλασε ενσαρκώνοντας μια προσωπικότητα που είναι ταλαντούχα και διαθέτει τόσο βαθιά συναισθήματα που σαφώς ξεπερνά τη μετριότητα. Ο Theodore του Phoenix είναι εκπληκτικά ανθρώπινος και γίνεται άμεσα αγαπητός και οικείος στο κοινό.
Από την άλλη η Scarlett Johansson έχει το δύσκολο έργο του να δημιουργήσει ένα πειστικό χαρακτήρα μόνο με τη φωνή της και τα καταφέρνει περίφημα. Το λειτουργικό πρόγραμμα Samantha διαθέτει όλα τα κομπιάσματα, τις βαθιές ανάσες, το γέλιο, τη στεναχώρια και τη ζεστασιά που χρειάζεται ώστε να είναι ανθρώπινη και ώστε να ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη φυσικής υπόστασης. Μπορεί για την Johansson ο ρόλος αυτός να είναι μια προσωπική νίκη καθώς μην εμφανιζόμενη στο έργο ούτε μια στιγμή φαίνεται να ξεπερνάει τα στενά όρια της προβολής της ως το νέο sex symbol. Αυτό μπορεί ως ένα βαθμό ισχύει, αλλά για τον θεατή που γνωρίζει τη φωνή της, η εικόνα της παραμονεύει διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού του. Είτε το επιθυμεί η Johansson είτε όχι η Samantha είναι σέξι γιατί την παίζει αυτή και νομίζω ότι ο σκηνοθέτης Jonze την επέλεξε για το ρόλο αυτό επιθυμώντας να εκμεταλλευτεί την εύκολα αναγνωρίσιμη φωνή της αλλά και την λανθάνουσα εικόνα της φυσικής υπόστασής της.

Σκηνοθεσία
Ο Spike Jonze δημιουργεί με το mise en scene ένα πάρα πολύ πιστευτό και οικείο μέλλον. Οι ουρανοξύστες, το μετρό, οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα, τα παιχνίδια στους υπολογιστές μοιάζουν τόσο πολύ με αυτά της σύγχρονης εποχής, που ο θεατής τα αποδέχεται άμεσα. Από την άλλη το φως, τα ρούχα, τα χρώματα και η αισθητική των αντικειμένων θυμίζει προηγούμενες δεκαετίες, μάλλον το '60 και το '70. Το μέλλον λοιπόν δεν χρειάζεται να είναι όντως "μεντολλογικό" αλλά ευφυώς μετατρέπεται σε  ανακυκλωμένη μόδα του παρελθόντος.
Η κίνηση της κάμερας και ο ρυθμός της ταινίας προσαρμόζεται στην ψυχική διάθεση του ήρωα. Μακρόχρονα κοντινά πλάνα στα πρόσωπο του Theodore εκφράζουν την μελαγχολική και σκεπτική του διάθεση. Πιο γρήγορο μοντάζ και ευέλικτη κίνηση της κάμερας μεταφέρουν τον ενθουσιασμό και τη χαρά του. Τα μικρά αναπάντεχα φλας μπακ επιτρέπουν στον θεατή να διεισδύσει στο μυαλό του Theodore και να συνειδητοποιήσει τη συναισθηματική του σύνδεση με την πρώην γυναίκα του αλλά και γιατί το αίσθημα μοναξιάς είναι τόσο έντονο.

Και τα περαιτέρω
 Το Her είναι μεστό από νοήματα και ενδιαφέροντα υπονοούμενα. Η κεντρική ιδέα του σεναρίου για μια τεχνητή νοημοσύνη που εξανθρωπίζεται έχει εμφανιστεί σε πολλά έργα και με ποικίλες εκβάσεις. Στο A.I. Artificial Intelligence(2001), στο I, Robot (2004), στο Blade Runner(1982), στο 2001 : A Space Odyssey (1968) και πολλά ακόμα παραδείγματα.  Τα περισσότερα από αυτά επιχειρούν μια σύγκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή και μέσω της σύγκρισης αυτής προπαθούν να ορίσουν τι είναι ο άνθρωπος. Το ερώτημα που θέτουν είναι ότι σε ένα σύμπαν όπου ένα μηχάνημα έχει νοημοσύνη, μαθαίνει και εξελίσσεται, τι είναι αυτό που διαχωρίζει τη μηχανή από τον άνθρωπο; Οι πιο συνηθισμένες απαντήσεις είναι τα αισθήματα, η ελεύθερη βούληση και ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και στη μοναδικότητα του κάθε ατόμου.

 Το Her όμως ξεπερνάει αυτό το ερώτημα εύκολα και γρήγορα. Είναι από την αρχή προφανές ότι η Samantha μαθαίνει, έχει ελεύθερη βούληση (επιλέγει μόνη της το όνομά της) και εξελίσσεται ακόμα πιο γρήγορα από τον άνθρωπο. Η ίδια αναρωτιέται εάν τα συναισθήματά της είναι αληθινά ή προγραμματισμένα, αλλά και μόνο η αμφιβολία αυτή προσδίδει στα αισθήματά της αυθεντικότητα. Το μόνο που διαχωρίζει τη Samantha από ένα πραγματικό άνθρωπο είναι το σώμα, η φυσική υπόσταση, αλλά εδώ το έργο προσκρούει σε άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Σε ποιό βαθμό το σώμα καθορίζει την ταυτότητά του ανθρώπου; Δεν είναι το πνεύμα το πιο σημαντικό στοιχείο της ύπαρξής του;

Το κεντρικό θέμα του Her δεν είναι -νομίζω- τον εάν η Samantha είναι ισότιμη με ένα άνθρωπο. Άλλωστε πολύ σύντομα ξεπερνά αυτά τα "στενά" όρια. Ας προσπαθήσει ο θεατής να παραμερίσει προς στιγμή τη δελεαστική αυτή ιδέα. Το Her εστιάζει στη μοναξιά και στο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων, γιατί η Samantha λειτουργεί όχι μόνο ανθρώπινα αλλά πολλές φορές υιοθετεί τις στερεοτυπικές αντιδράσεις μιας γυναίκας σε σχέση. Η σκηνή αμηχανίας  μετά το πρώτο βράδυ έρωτα είναι ενδεικτική. Ο Theodore προσπαθεί να μειώσει τη συναισθηματική βαρύτητα της βραδιάς και να ξεγλιστρήσει και η  Samantha εκνευρίζεται και απομακρύνεται πρώτη. Χωρίς το εμπόδιο της φυσικής παρουσίας το έργο έχει την ευκαιρία να επικεντρωθεί στην ψυχική και πνευματική σύνδεση δύο όντων. Στο πως αυτή πραγματώνεται μέσα από τις ανασφάλειες, τις συγκρούσεις και τους ενδοιασμούς ώστε να ευοδωθεί σε μια εξαιρετική συγκυρία η οποία δεν είναι απαραίτητο ότι θα κρατήσει για πάντα. Όταν ο ένας από τους δύο εξελιχθεί ή μεγαλώσει με ένα διαφορετικό τρόπο η απομάκρυνση είναι μοιραία και επώδυνη. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς κάποια επαφή και το παιχνίδι αρχίζει ξανά από την αρχή.

Wednesday, February 05, 2014

Inside Llewyn Davis- Ethan Coen, Joel Coen: Ένα αφιέρωμα στους αφανείς μουσικούς


Υπόθεση

Στη δεκαετία του '60, λίγο πριν από την αναβίωση της φολκ μουσικής από τον Bob Dylan, ένας ακόμα τραγουδιστής του είδους επιχειρεί να επιβιώσει από τη μουσική του χωρίς όμως επιτυχία. Η ευκαιρία του φαίνεται να έχει χαθεί μαζί με τον παρτενέρ του στο τραγούδι ο οποίος αυτοκτόνησε. Αν και αρκετά καλός δεν κατορθώνει να ξεχωρίσει και βυθίζεται στην φτώχια και στα προβλήματα της προσωπικής ζωής του.

Ηθοποιία
Ο πρωταγωνιστής  Oscar Isaac στηρίζει όλο το έργο με μια ικανοποιητική αν και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις ερμηνεία. Η Carey Mulligan κατορθώνει να είναι απολαυστική στη γεμάτη θυμό Jean. O John Goodman όμως είναι αυτός που κλέβει την παράσταση στον αβανταδόρικο ρόλο του χοντρού, ναρκομανή τζαζίστα που περπατάει με δυο μπαστούνια και βρίζει τον ήρωα σε όλο σχεδόν το ταξίδι με το αυτοκίνητο. Ο χαρακτήρας αυτός, τυπικά εξωφρενικός σαν άλλους αντίστοιχους των αδελφών Κοεν, δίνει την ευκαιρία στον John Goodman να δώσει μια απολαυστική ερμηνεία και να δημιουργήσει μια περσόνα που θα μείνει για καιρό στη μνήμη των θεατών. 


Σκηνοθεσία και τα περεταίρω
Οι αδελφοί Κοέν είναι γνωστοί σκηνοθέτες που έχουν δημιουργήσει μια σειρά από ιδιοσυγκρασιακά έργα. Η ιδιαιτερότητα ωστόσο, του κάθε έργου τους είναι κάθε φορά διαφορετική, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα στυλ που να τους χαρακτηρίζει και να είναι άμεσα αναγνωρίσιμο.

Για την ιστορία του Llewyn επιλέγουν μια χρωματική επεξεργασία της εικόνας που είχαν χρησιμοποιήσει στο O Brother, Where Art Thou? (2000) με διαφορετικά όμως αποτελέσματα και στόχους. Εδώ, η εικόνα μοιάζει ξεπλυμένη από χρώμα και εντάσεις σαν ένα φιλμ που έχει αρχίσει να ξεθωριάζει από την πολυκαιρία. Ταυτόχρονα η ίδια επεξεργασία μεταφέρει πολύ καλά την παγωμένη ατμόσφαιρα του χειμώνα της Ν. Υόρκης και της μιζέριας του ήρωα που έχει μείνει χωρίς παλτό.
Τα αδέλφια Κοεν εφαρμόζουν και στο σενάριο και τη σκηνοθεσία κάτι που καλά γνωρίζουν: την περιγραφή μια καθημερινής ζωής όπου τίποτα το συγκλονιστικό δεν συμβαίνει.  Όλο το χιούμορ και η μεταφυσική σχεδόν ειρωνεία προκύπτει από ασήμαντα γεγονότα και κοινότυπους διαλόγους που εάν ο θεατής δεν είναι πολύ προσεκτικός θα χάσει. Η διαρκώς έξαλλη Jean, η κούτα με τους δίσκους με την οποία καταλήγουν όλοι οι επίδοξοι τραγουδιστές, ο ηλικιωμένος μάνατζερ που διαχειρίζεται τον ήρωα και η γραμματέας του είναι τα στοιχεία ενός "σκληρού" αλλά αληθινού χιούμορ. Από την άλλη είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς την ύπαρξη της γάτας την οποία κυνηγά ο ήρωας στο μισό τουλάχιστον έργο. Ποιά είναι η σημασία της; Πρόκειται απλά για ένα σαδιστικό αστείο που ασκούν οι Κοέν στον ήρωα τους;


Οι περισσότεροι θεατές ίσως να αγνοούν ότι το έργο αναφέρεται σε ένα πραγματικό μέρος και χρόνο, σε μια αληθινή συνθήκη. Το μπαρ Gaslight  ήταν ένα μπαρ της δεκαετίας του '60 όπου άσημοι μουσικοί της folk έπαιζαν με μοναδική πληρωμή όσα χρήματα μάζευαν από τους ακροατές, από ένα περιφερόμενο καλάθι. Από αυτό το μπαρ πέρασαν διάσημοι μουσικοί, εκ των οποίων ο Bob Dylan  που κατόρθωσε να επαναφέρει στη μόδα τη συγκεκριμένη μουσική. Ο ήρωας λοιπόν που προσπαθεί να βρει διέξοδο και να επιτύχει στη μουσική βιομηχανία βρίσκεται στο χρόνο και στον τόπο που η αλλαγή θα πραγματοποιηθεί και η στροφή θα συντελεστεί. Ακόμα όμως και έτσι, ακόμα και εάν είναι καλός στη μουσική και έχει πάθος για αυτή, η ευκαιρία θα τον προσπεράσει και η τύχη του δεν θα αλλάξει ποτέ. Του το λέει η Jean, το υπονοεί η σχεδόν κυκλική δομή του έργου, η αυτοκτονία του μουσικού παρτενέρ του και το σκληρό αστείο της γάτας. Όσο ο Llewyn βασανίζεται να βρει και να επιστέψει τη γάτα, εκείνη τελικά γυρίζει χωρίς καμία προσπάθεια στους ιδιοκτήτες της. Εάν η γάτα είναι το σύμβολο μιας πολύ κυνηγημένης και δύσκολα αποκτημένης ευκαιρίας, ο ήρωας την παραγνωρίζει καθώς δεν είναι ακριβώς αυτό που στόχευε και αντί να την υιοθετήσει, την εγκαταλείπει σε ένα αυτοκίνητο στην εθνική οδό. Το έργο φροντίζει να αποδείξει ότι παρά το ταλέντο, το πάθος για τη μουσική και τις κατάλληλες συγκυρίες η μουσική καριέρα για τον Llewyn δεν θα συμβεί ποτέ. Στην τελευταία σκηνή καθώς ο Llewyn κάθεται δαρμένος στο πεζοδρόμιο, από το μπαρ Gaslight ακούγεται η φωνή του Dylan. Οι θεατές γνωρίζουν ότι ο Dylan θα τα καταφέρει στη μουσική μέσα από τους ίδιους δρόμους που συχνάζει και ο Llewyn. Ο Llewyn όμως θα χαθεί στην αφάνεια όπως και τόσοι πολλοί άλλοι, για χάρη των οποίων- νομίζω -ότι το έργο αυτό γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε.

Thursday, January 23, 2014

Η Μαγική Ομπρέλα (Saving Mr. Banks)- John Lee Hancock: Ένα τέλειο παράδειγμα παραγωγής της Ντίσνευ και του Χόλιγουντ

Υπόθεση
Ο Ντίσνευ μετά από 20 χρόνια διαπραγματεύσεων πείθει τη συγγραφέα της Μαίρης Ποπιν, Π.Λ. Τράβερς να ταξιδέψει στο Λος Άντζελες. Ελπίζει ότι δουλεύοντας με τους σεναριογράφους και μουσικούς της εταιρείας του, θα πειστεί να δώσει την έγκρισή της για τη μεταφορά του έργου της σε κινηματογραφική ταινία. Η κ. Π.Λ. Τράβερς, όμως, αποδεικνύεται μία στριφνή γεροντοκόρη Αγγλίδα, η οποία αντιδρά σε όλα και ψάχνει να βρει την οποιαδήποτε αφορμή για να ακυρώσει το σχέδιο. Η προσωπικότητά της συγκρούεται άμεσα με αυτή του Ντίσνευ. Καθώς το περίφημο έργο της Ντίσνευ αποκτά μορφή η Π.Λ. Τράβερς βυθίζεται στις τραυματικές παιδικές της αναμνήσεις από όπου πηγάζει το συγγραφικό της έργο και όπου εξηγούνται οι ιδιοτροπίες της και οι εμμονές της. Τελικά, ο Ντίσνευ την πείθει να τον εμπιστευτεί και να του παραχωρήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου της.

Σκηνοθεσία
Ο σχετικά νεόκοπος σκηνοθέτης John Lee Hancock είναι ένα δημιούργημα της βιομηχανίας του Hollywood.  Στο βιογραφικό του έχει κυρίως δουλέψει ως σεναριογράφος. Πρόσφατα επιχειρεί να μεταπηδήσει στη σκηνοθεσία. Η πορεία του αυτή είναι προφανής στον τρόπο με τον οποίο συνθέτει το έργο του. Η Μαγική Ομπρέλα στηρίζεται σε ένα καλά δομημένο σενάριο  το οποίο εύκολα μεταφράζεται σε μια ταινία με εκτεταμένα flash backs που είναι άμεσα συνδεδεμένα με το παρόν και που βοηθούν στην ερμηνεία του. Ταυτόχρονα διαθέτει  προδιαγραμμένες ανατροπές και σαφή γραμμική πορεία. Το έργο του είναι άρτιο, καλά εκτελεσμένο, χωρίς όμως να διαθέτει ιδιαίτερη αισθητική άποψη ή ατμόσφαιρα.

Ηθοποιία
Η χωρίς εξάρσεις σκηνοθεσία δίνει το περιθώριο σε μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ να λάμψουν. Ο Colin Farrell ως πατέρας της συγγραφέας και ο Tom Hanks  ως Ντίσνευ δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες. Η Emma Thompson, όμως, είναι αυτή που "σώζει" το όλο έργο με τις ικανότητες της. Κατορθώνει να παρουσιάσει μια εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα, αντιπαθητική με την πρώτη ματιά, με ευαισθησία και λεπτότητα αποσπώντας τελικά τη συμπάθεια του θεατή.

Και τα περαιτέρω
Η Μαγική Ομπρέλα φροντίζει επιμελώς να είναι "τακτοποιημένη" και ανώδυνη. Στο δικό της κόσμο όλοι παρακινούνται στις πράξεις τους από αγνά κίνητρα. Έτσι, αν και βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία και σε αληθινούς ανθρώπους κρύβει τις σκοτεινότερες πτυχές των γεγονότων.
 Όλοι οι χαρακτήρες παρουσιάζονται κάτω από ένα υπερβολικά χαριτωμένο φως. Η κυρία Τράβερς είναι σε μεγαλύτερο βαθμό μια αστεία μορφή παρά μια τραγική προσωπικότητα.  Η τριάδα των συντελεστών της Ντίσνευ (Ντον Νταγκραντι και αδελφοί Σέρμαν) είναι τόσο μονοδιάστατοι, ευγενικοί και προσηνείς που θυμίζουν  τα αστεία ζωάκια -χαρακτήρες που στα έργα της Ντίσνευ συνήθως περιστοιχίζουν τους κεντρικούς χαρακτήρες. Επιπλέον, φαίνεται ότι είναι αδύνατο η εταιρεία της Ντίσνευ να αντισταθεί στον πειρασμό να ευλογήσει τα γένια της. Ο Ντίσνευ εμφανίζεται σαν ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος, με τιμή, αξίες και απίστευτη ευαισθησία και σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Τελικά ο Ντίσνευ θριαμβεύει γιατί  το έργο Μάιρη Πόπινς δεν είναι ο συμβιβασμός στη σύγκρουση δύο ισχυρών προσωπικοτήτων αλλά η πλήρης υποχώρηση της συγγραφέως, που σε μία στιγμή αδυναμίας θαμπώνεται από την βαθιά κατανόηση του Ντίσνευ, τον εμπιστεύεται και του παραχωρεί όλα όσα της είναι σημαντικά. 

Η Μαγική Ομπρέλα είναι το τέλειο παράδειγμα μιας παραγωγής του Χόλιγουντ και μάλιστα της Ντίσνευ. Σωστά δομημένο και ξεκάθαρο σενάριο και χαρακτήρες, άρτια ουδέτερη σκηνοθεσία, μεγάλες ερμηνείες. Ένα σύμπαν όπου τα πάντα κινούνται γύρω από τις αγαθές προθέσεις. Μπορεί να υπάρχουν χίλιοι λόγοι να το αντιπαθήσεις αλλά δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία μιας καλοφτιαγμένης αφήγησης.

Friday, November 29, 2013

Searching for Sugar Man- Malik Bendjelloul: Ένα ντοκιμαντέρ επιστημονική φαντασία

 Ένα ντοκιμαντέρ που κέρδισε το όσκαρ στην κατηγορία του το 2012 και έκανε τον Sixto Rodriguez επιτέλους διάσημο στη χώρα του (μην διαβάσετε εάν θέλετε η ταινία να διατηρήσει τις εκπλήξεις της).

Η Υπόθεση
Ο Sixto Rodriguez είναι ένας Αμερικάνος μουσικός που ζει στο Ντιτρόιτ. Στις αρχές του '70 έκανε δύο δίσκους που στο μουσικό τους και στιχουργικό τους ύφος θύμιζαν τον Bob Dylan. Παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί του πίστευαν ότι οι δίσκοι αυτοί θα ήταν μεγάλη επιτυχία, στην Αμερική πούλησαν ελάχιστα και σε λίγα χρόνια το όνομα του Rodriguez είχε σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί. Στην Νότια Αφρική όμως, η μουσική του έγινε πιο διάσημη από τη μουσική του Έλβις και αποτέλεσε τον ύμνο της αντίστασης των φιλελεύθερων λευκών κατά του απαρτχάιντ. Στη Νότια Αφρική υπήρχε η φήμη ότι ο μυστηριώδης αυτός μουσικός είχε αυτοκτονήσει στη σκηνή μέχρι τη στιγμή που δύο μουσικόφιλοι αποφάσισαν να τον ψάξουν και να ταχτοποιήσουν τον μουσικό που είχε τόσο μεγάλη επίδραση στη χώρα τους. Τότε με έκπληξη ανακαλύπτουν ότι είναι ζωντανός, ένας φτωχός χειρώνακτας εργάτης των βιομηχανιών του Ντιτρόιτ. Τον κάλεσαν  στη Ν. Αφρική όπου έδωσε πολύ πετυχημένες συναυλίες. Η επιτυχία του Rodriguez ελάχιστα άλλαξε την ζωή του στην Αμερική

Η σκηνοθεσία και η δομή
Αν και το έργο είναι ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο αφηγείται μια πραγματική ιστορία, διαθέτει έντεχνη σκηνοθεσία. Ο Malik Bendjelloul φροντίζει να παρουσιάσει την ιστορία του από τη σκοπιά των μουσικόφιλων της Ν. Αφρικής. Αν και το ερώτημα που κινητοποιεί την αφήγηση είναι το ποιός είναι ο Sixto Rodriguez, στην πραγματικότητα το έργο δεν παρουσιάζει τη δική του ιστορία αλλά την πορεία των Ν. Αφρικανών που τον αναζητούσαν και του μύθου που είχε δημιουργήσει η μουσική  και το όνομά του στη χώρα αυτή. Η συγκεκριμένη οπτική γωνία προσφέρει στον Malik Bendjelloul  σημαντικά πλεονεκτήματα. Καταρχάς μπορεί να τη δομήσει με ένα τρόπο ο οποίος θα του εξασφαλίσει τις εκπλήξεις και τις ανατροπές που συνήθως περιέχει ένα έργο μυθοπλασίας. Επιπλέον μπορεί να παραλείψει ορισμένα στοιχεία της ιστορίας και να υπερτονίσει άλλα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο ό, τι στην ιστορία του είναι πιο εντυπωσιακό.


Το Ψάχνοντας τον Σούγκαρμαν χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο αναφέρεται η ιστορία του Sixto Rodriguez στην Αμερική. Σε αυτό το μέρος ο ίδιος καλλιτέχνης στην ουσία δεν εμφανίζεται καθόλου. Αν και υπάρχουν λίγες εικόνες από τις εμφανίσεις του σε μπαρ, η μορφή του μένει κρυμμένη πίσω από τον κακό φωτισμό και τους καπνούς.  Ο σκηνοθέτης σκόπιμα αποκρύπτει και την εικόνα του αλλά και άλλες πληροφορίες γι' αυτόν που θα ήταν σαφώς γνώστες στους μουσικούς παραγωγούς που παρουσιάζονται σε αυτό το μέρος, ώστε να ενισχύσει το μυστήριο γύρω από τη μορφή του και να εξάψει την περιέργεια των θεατών.

Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην τρομερή επιτυχία που έκανε η μουσική του στην Ν. Αφρική και στον συμβολισμό που σταδιακά απέκτησε ενάντια στο απαρτχάιντ. Στο πρώτο και δεύτερο μέρος ακούγεται αρκετά συχνά η φήμη ότι ο Sixto Rodriguez με τον ένα ή άλλο τρόπο αυτοκτόνησε πάνω στη σκηνή. Στο τρίτο λοιπόν μέρος όταν οι μουσικόφιλοι της Ν.Αφρική επιχειρούν να ταχτοποιήσουν τον μουσικό έρχεται η μεγάλη έκπληξη και ανατροπή του έργου καθώς αποδεικνύεται ότι ο Rodriguez ακόμα ζει.

Επιπλέον, ο Malik Bendjelloul φροντίζει να παραλείψει ένα μέρος της αλήθειας. Η παράλειψη αυτή μπορεί και πάλι να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι την ιστορία αυτή στην ουσία τη διηγούνται οι Ν. Αφρικανοί, οι οποίοι αποκλεισμένοι στη χώρα τους  διέθεταν λίγες πληροφορίες. Στην πραγματικότητα ο Rodriguez ποτέ δεν εξαφανίστηκε με τον τρόπο που φαίνεται στην ταινία. Οι δίσκοι του πούλησαν στην Αυστραλία και σε μικρότερο βαθμό στην Ευρώπη. Έκανε μάλιστα συναυλίες στην Αυστραλία. Ακόμα και στην Αμερική αρκετοί μουσικόφιλοι τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Η αλήθεια λοιπόν- όπως συνήθως άλλωστε- είναι πολύ πιο περίπλοκη από την ιστορία που παρουσιάζεται στο έργο. Ο σκηνοθέτης, όμως, επιλέγει να παραλείψει και να απλοποιήσει ώστε να τονίσει το εκπληκτικό σχεδόν σουρεαλιστικό γεγονός ότι ο Rodriguez στην πατρίδα του ήταν ένας εντελώς άσημος άνθρωπος ενώ ταυτόχρονα στη Ν. Αφρική ήταν όχι μόνο διάσημος μουσικός αλλά και ένας αγαπημένος ήρωας. Με τον τρόπο αυτό ένα "πραγματικό" γεγονός  παίρνει τη διάσταση ενός έργου επιστημονικής φαντασίας που διαπραγματεύεται παράλληλα σύμπαντα. 


Ειδικά στο τρίτο μέρος γίνεται προφανές ότι η πραγματική ιστορία αφορά τους μουσικόφιλους και όχι τον ίδιο τον Sixto Rodriguez. Όσο και εάν το κινητήριο ερώτημα για την αφήγηση είναι η ταυτότητά του, στο τελευταίο μέρος  όταν η εικόνα του Rodriguez αποκαλύπτεται, η μορφή του παραμένει μυστήρια. Γι' αυτόν μιλάνε κυρίως οι κόρες του και οι συνάδελφοί του, που περισσότερο τονίζουν στοιχεία της προσωπικότητας τού παρά την καλλιτεχνική του διάσταση. Ο ίδιος ο Rodriguez διστάζει να μιλήσει μπροστά στην κάμερα, να εξηγήσει τους στίχους του ή να περιγράψει τα αισθήματά του μπροστά στην αναπάντεχη φήμη του. Ακόμα λοιπόν και εάν ο θεατής κατορθώνει να μάθει κάτι για τον άνθρωπο Rodriguez, εξακολουθεί να διερωτάται για το μουσικό και καλλιτέχνη που δημιούργησε τους μεστούς αυτούς στίχους. Το βασικό λοιπόν ερώτημα της αφήγησης παραμένει αναπάντητο γιατί ο μύθος του καλλιτέχνη γενικότερα και του Rodriguez ειδικότερα παραμένει ανεξιχνίαστος και ακατανόητος, όπως άλλωστε οφείλει. Το πραγματικό άλλωστε νόημα του έργου ίσως να είναι ακριβώς αυτό: πως το έργο ενός καλλιτέχνη δημιουργεί το μύθο και ξεπερνάει κατά πολύ τον ίδιο τον άνθρωπο.

Και τα περεταίρω:
Στην ουσία όλη αυτή η στρατηγική εκμετάλλευση του υλικού από τον Malik Bendjelloul απομακρύνει το έργο από το ήθος και το ύφος ενός πραγματικού ντοκιμαντέρ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να απομακρυνθεί από την πιστή καταγραφή της πραγματικότητας για να δημιουργήσει ένα έργο πιο αγωνιώδες και αναπάντεχο. Το γεγονός αυτό δεν υποβιβάζει το πραγματικό νόημα του έργου, αλλά θέτει ένα ζήτημα ηθικής: σε καιρούς που οι τηλεοπτικές ειδήσεις σκηνοθετούνται και οι φωτογραφίες ρεπορτάζ- περνούν από ηλεκτρονική επεξεργασία πως προσφέρει κανείς το όσκαρ του ντοκιμαντέρ σε μια ταινία τόσο έντονα μυθοπλαστική;

και επειδή η ταινία είναι για τη μουσική δεν μπορώ να αντισταθώ:




Monday, November 18, 2013

Io e Tu (εγώ και εσύ)- Bernardo Bertolucci

 Το πιο πρόσφατο έργο του Bertolucci μοιάζει περισσότερο με την πρώτη απόπειρα ενός νεόκοπου σκηνοθέτη παρά με το δημιούργημα της ωριμότητας ενός τόσο γνωστού ονόματος.

Υπόθεση
Ο Λορέντζο είναι ένας προβληματικός έφηβος που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί και διαρκώς απομονώνεται ακούγοντας μουσική με τα ακουστικά του. Όταν η τάξη του ετοιμάζεται να πάει εκδρομή στα χιόνια, παίρνει τα χρήματα της εκδρομής, αγοράζει προμήθειες και τελικά περνάει μια εβδομάδα στο υπόγειο του σπιτιού του κρυφά από όλους. Ένα βράδυ η ετεροθαλής αδελφή του τον εκβιάζει να την αφήσει να μείνει μαζί του εκεί, καθώς χρειάζεται ένα μέρος εως ότου να κατορθώσει να αποτοξινωθεί από την ηρωίνη που παίρνει. Στο διάστημα αυτό τα δύο αδέλφια γνωρίζονται μεταξύ τους, συγκρούονται και τελικά συμφιλιώνονται.

Ηθοποιία
Και οι δύο πρωταγωνιστές παραδίδουν πολύ καλές ερμηνείες σε δύο ρόλους αρκετά απαιτητικούς. Ειδικά ο νεαρός Jacopo Olmo Antinori είναι εντυπωσιακά καλός στο ρόλο του Λορέντζο, που είναι και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του.

Σκηνοθεσία
Δυστυχώς το Εγώ και Εσύ δύσκολα μπορεί να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων που προκαλεί το όνομα του Bernardo Bertolucci. Το έργο περιορίζεται σε ένα σκοτεινό βρώμικο υπόγειο και διαθέτει ελάχιστα εξωτερικά πλάνα. Ο αυστηρά περιορισμένος χώρος είναι σαφώς μια σκηνοθετική πρόκληση την οποία ο Bertolucci αντιμετωπίζει με μαστοριά. Αλλάζει διαρκώς τη γωνία λήψης και το κάδρο κατορθώνοντας να δημιουργήσει οπτικό ενδιαφέρον ώστε να μην κουράζει τον θεατή, χωρίς ταυτόχρονα να τον αποπροσανατολίζει. Τα λίγα εξωτερικά του πλάνα δείχνουν για μία ακόμη φορά την ικανότητα του να χειρίζεται καλά το φως και να δημιουργεί όμορφα πλάνα. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να εκτιμηθούν στην πρώτη προσπάθεια ενός φιλόδοξου σκηνοθέτη αλλά δεν αρκούν για τον Bertolucci που έχει στο βιογραφικό του ταινίες όπως τον Τελευταίο Αυτοκράτορα (1987) και το The Conformist (1970).

Και τα περεταίρω (ας μην διαβάσει παρακάτω όποιος δεν θέλει να γνωρίζει πως εξελίσσεται η ιστορία)
Αν το Εγώ και Εσύ διαθέτει τεχνική, δεν διαθέτει νόημα. Η ιστορία δύο προβληματικών νέων που  είναι αναγκασμένοι να μοιραστούν ένα στενό και άθλιο χώρο για μία εβδομάδα και που χάρη σε αυτή την εβδομάδα συνδέονται συναισθηματικά δεν αρκεί για να δώσει στον θεατή την αίσθηση ότι παρακολούθησε ένα ολοκληρωμένο έργο.
Επίσης οι έμμεσες αναφορές και τα υπονοούμενα που πραγματοποιούνται , δεν κατορθώνουν να το μετατρέψουν σε κάτι περισσότερο από ένα δράμα δωματίου. Για παράδειγμα η πτώση της δούκισσας, της πρώην ιδιοκτήτριας του σπιτιού του Λορέντζο, στην οικονομική ανέχεια και το γεγονός ότι ο πατέρας εγκατέλειψε τη λαϊκότερη μητέρα της Ολίβια για την πιο λαμπερή μητέρα του Λορέντζο είναι δύο στοιχεία που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως κοινωνικά σχόλια. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν υποστηρίζονται αρκετά από τη δομή του έργου ώστε η ταινία να αποκτήσει και άλλες προεκτάσεις.

Το  Εγώ και Εσύ διαθέτει "ανοικτό τέλος" . Το τέλος αυτό αποτελεί επίδρασή από τη Νουβελ Βάγκ και συγκεκριμένα από τα 400 χτυπήματα (1959) του Τρυφώ. Στα 400 χτυπήματα το ανοικτό τέλος ενδυναμώνει το νόημα του έργου μεταφέροντας την αίσθηση μιας επανάληψης στην οποία μοιάζει παγιδευμένος ο ήρωας Αντουαν εξαιτίας του κοινωνικού συστήματος. Εδώ, αντίθετα, το ανοικτό τέλος αποδυναμώνει το έργο.  Αν και όλη η υπόθεση στηρίζεται στην εσωτερική διαδρομή που οι ήρωες διανύουν μέσα σε αυτές τις 7 μέρες είναι αμφίβολο εάν πράγματι πετυχαίνουν την ωρίμανση. Μπορεί η Ολίβια να υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει χρήση ναρκωτικών, αλλά βάζει στην τσέπη της το πακέτο τσιγάρων με την τελευταία δόση. Ο Λορέντζο δε είπε ότι δεν θα κρύβεται και ότι θα κοινωνικοποιηθεί αλλά το τελευταίο πλάνο παγώνει στο πρόσωπό του ενώ ακούει ως συνήθως μουσική με τα ακουστικά του. Εάν λοιπόν οι ήρωες αποτυγχάνουν να ξεφύγουν από την επανάληψη στην οποία οι ίδιοι έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους, τότε ποιά η σημασία της όλης αυτής εμπειρίας;  Όπως λοιπόν αμφισβητείται εάν οι ήρωες έμαθαν κάτι για τον εαυτό τους, έτσι υπάρχουν αμφιβολίες εάν το φιλμ αυτό έχει να προσφέρει κάτι στον θεατή.

Tuesday, November 05, 2013

Ain't Them Bodies Saints (Μείνε Δίπλα Μου)- David Lowery: Ένα έργο με δάνεια από το κινηματογραφικό παρελθόν

Ο σχετικά νέος σκηνοθέτης David Lowery κατόρθωσε με το λιτό αυτό έργο να αποσπάσει το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Sundance φεστιβαλ (φεστιβάλ ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου)

Υπόθεση:
Στο Τέξας της δεκαετίας του '70 ο Μπομπ και η Ρούθ είναι ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένων παρανόμων. Σε μια ένοπλη συμπλοκή τους με την αστυνομία η Ρουθ πληγώνει ένα αστυνομικό, πριν να αναγκαστούν να παραδοθούν. Ο Μπομπ αναλαμβάνει όλη την ευθύνη των εγκληματικών ενεργειών τους αλλά και του τραυματισμού του αστυνομικού ώστε η Ρουθ, που είναι έγκυος στο παιδί τους, να μην φυλακιστεί. Τέσσερα χρόνια μετά η Ρουθ έχει εγκλιματιστεί σε μια "φυσιολογική" ζωή μεγαλώνοντας την κόρη τους. Την φλερτάρει ο αστυνομικός, Πάτρικ, που είχε πυροβολήσει αλλά εκείνη εξακολουθεί να αγαπάει τον Μοπμπ, από τον οποίο παίρνει καθημερινά γράμματα. Ο Μοπμπ δραπετεύει από τη φυλακή επιθυμώντας να πάρει τα χρήματα που έχει κρύψει, την Ρουθ και την κόρη τους και να διαφύγει μαζί τους, μακριά από το Τέξας και την αστυνομία που τον αναζητά. Η απόδραση του θα βάλει στο επίκεντρο της προσοχής τη Ρουθ και θα ξεκινήσει ένα κυνηγητό με διώκτες όχι μόνο τους αστυνομικούς αλλά και άλλους εγκληματίες που ζητούν να εκδικηθούν τον Μπομπ.


Ηθοποιία:
Αν και η αφήγηση της υπόθεσης μοιάζει να περιέχει πολλή δράση, το έργο βασίζεται κυρίως στη σκιαγράφηση των κεντρικών χαρακτήρων. Για το λόγο αυτό ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η ερμηνεία της Rooney Mara (Το κορίτσι με το Τατουάζ) η οποία κατορθώνει κυρίως μέσα από βλέμματα και την κίνηση του σώματός της και με ελάχιστα λόγια να δημιουργήσει μια Ρούθ που είναι ταυτόχρονα εκφραστική και αινιγματική. Στη Ρουθ είναι εμφανής η αγάπη της για την κόρη της και από αυτή την εξιλεωτική πλευρά του χαρακτήρα της πηγάζουν σχεδόν όλα τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς της: η δύναμή της, η ωριμότητά της και το θάρρος της. Από την άλλη τα λιγοστά λόγια της και τα σκοτεινά μάτια της αφήνουν τον θεατή να διερωτάται σε ποιό βαθμό αισθάνεται ενοχή ή αποστροφή για τα προηγούμενα εγκλήματά της.

Συγκινητικός επίσης  στο ρόλο του αστυνομικού Πάτρικ είναι ο Ben Foster, παρουσιάζοντας ικανότητες που δεν είχε την ευκαιρία να επιδείξει σε παλιότερους ρόλους. Ακόμα και εάν ο ρόλος αυτός διαθέτει λιγοστές ατάκες ο Ben Foster κατορθώνει να του δώσει μια ξεχωριστή ευαισθησία καθώς τα αισθήματα αντανακλώνται με ήπιο τρόπο διαρκώς στο πρόσωπό του.

Συγκριτικά ο Casey Affleck στο ρόλο του Μπομπ δεν διαθέτει την ίδια διακριτική και πετυχημένη ερμηνεία. Ο ίδιος όμως ο χαρακτήρας του Μοπμπ ο οποίος μοιάζει μάλλον με έναν ανώριμο έφηβο, ασυλλόγιστο, γεμάτος δηλώσεις αιώνιας αγάπης, βίαιο και φωνακλά, ίσως δεν επιτρέπει μια διαφορετική προσέγγιση.


Σκηνοθεσία και επιρροές:
Ο David Lowery ανήκει σαφώς στην πιο σύγχρονη γενιά σκηνοθετών που γνωρίζουν καλά την κινηματογραφική ιστορία. Το Μείνε Δίπλα Μου λοιπόν είναι διαποτισμένο από αναφορές σε παλιότερες ταινίες. Καταρχάς ο Μπομπ και η Ρουθ βαδίζουν στα χνάρια  διάσημων ζευγαριών τα οποία συνδυάζουν τον μεγάλο έρωτα με την πλήρη αδιαφορία για τον νόμο και την κοινή ηθική όπως αυτά της Μπόνι και του Κλάιντ ή του Κιτ και της Χόλι. Επιπλέον τοποθετεί την ιστορία του μέσα στο '70 ακριβώς γιατί επιθυμεί να μνημονεύσει την αισθητική των έργων αυτών που πραγματοποιήθηκαν την ίδια εποχή. Ειδικά από το Badlands (1973) του Terrence Malick παίρνει το χρυσό φως που σε μεγάλο βαθμό διέπει όλο το έργο.
Bonnie and Clyde

Ταυτόχρονα στο Μείνε Δίπλα Μου πραγματοποιείται μία ακόμα έμμεση αναφορά στο κινηματογραφικό παρελθόν. Ο χώρος της ιστορίας είναι το Τέξας, το επίκεντρο της Άγριας Δύσης των γουέστερν. Ακόμα και εάν το είδος αυτό μοιάζει να έχει πεθάνει, ο μύθος που έχει αφήσει πίσω του στον κινηματογραφικό χώρο είναι τεράστιος. Στην ουσία μάλιστα οι γκανγκστερικές ταινίες των παράνομων ζευγαριών, που Άγριας Δύσης και του γουέστερν πραγματοποιείται κυρίως στη σκηνή που οι κυνηγοί του Μπομπ μπαίνουν στο μαγαζί του Σκέριτ, του γέρου άνδρα που επιχειρεί να προστατέψει τη Ρούθ. Σε μια βιτρίνα του μαγαζιού βρίσκεται ένα παλιό πιστόλι, ακουμπισμένο δίπλα σε μια λίστα ονόματα ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους από αυτό το όπλο. Η αναφορά στην εποχή που ο νόμος ήταν στα χέρια των ανθρώπων είναι εμφανής. Άλλωστε μονάχα μέσα σε αυτό πλαίσιο μπορεί να δικαιολογηθεί ο χαρακτήρας του Σκέριτ που απειλεί ότι θα τουφεκίσει όποιον βάλει σε κίνδυνο την Ρούθ και την κόρη της.
αναφέρθηκαν παραπάνω,  σε μεγάλο βαθμό αποτελούν την μετεξέλιξη του είδους του γουέστερν. Η μνεία του μύθου της

Badlands 

Εξαιτίας όλων αυτών των δανείων και των αναφορών το Μείνε Δίπλα Μου μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των θεατών για να μπορέσει να εκτιμήσει τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την αισθητική του έργου θα πρέπει ίσως πρώτα να ξεπεράσει τα εμπόδια του αργού ρυθμού, του υποτονικού σεναρίου, των ελάχιστων διαλόγων και της ακόμη μικρότερης δράσης. Για όσους όμως αναγνωρίζουν τις κινηματογραφικές αναφορές το Μείνε Δίπλα Μου είναι πιο περίτεχνο γιατί χάρη σε αυτές διαθέτει ανατροπές και σε ένα βαθμό εκπλήξεις. Ο David Lowery μπορεί από την αρχή να παρουσιάζει το ζευγάρι του πάθους και της παρανομίας αλλά αρνείται να ακολουθήσει την ξέφρενη πορεία του στο έγκλημα και στον θάνατο. Κόντρα στις προσδοκίες που δημιουργεί αποφασίζει να επικεντρωθεί στην ώριμη και καταλαγιασμένη Ρούθ. Και εάν υπονοεί ότι ο γέρος Σκέριτ  θα είναι ο "μοναχικός καβαλάρης" που θα προστατέψει το καλό και το σύμβολο του πολιτισμού (παραδοσιακά η γυναίκα ήταν το σύμβολο του καλού και του πολιτισμού στα γουέστερν), τελικά αποδεικνύεται ανίσχυρος και σκοτώνεται, ενώ ο αστυνομικός εξουδετερώνει τον εγκληματία, επιβεβαιώνοντας την έννομη τάξη. Μπορεί οι αλλαγές αυτές να μην αποτελούν εκπλήξεις -σοκ, αλλά για τον θεατή που κουβαλάει την ανάμνηση και τη νοσταλγία των παλιότερων ταινιών αφήνουν μια θετική επίγευση και ένα σεβασμό σε μια από τις πρώτες απόπειρες ενός νέου σκηνοθέτη.

Friday, October 25, 2013

Το παρελθόν (Le passe)- Asghar Farhadi: Η έννοια της ενοχής

Μια αξιόλογη ιρανό-γαλλική ταινία με θέματα και αισθητική που ανήκει στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο.

Υπόθεση: Ο Αχμάντ επιστρέφει στη Γαλλία για να υποβάλει την αίτηση διαζυγίου του. Στην επίσκεψη του θα συναντηθεί με την σύζυγό του, Μαρί, και τα παιδιά της και θα αναμιχθεί στα οικογενειακά τους προβλήματα. Η μεγαλύτερη κόρη της Λούσι αρνείται να αποδεχτεί το νέο σύντροφό της μητέρας της, Σαμίρ, και δημιουργεί προβλήματα στη σχέση τους καθώς θεωρεί ότι η ερωτική τους περιπέτεια οδήγησε την γυναίκα του Σαμίρ σε αυτοκτονία. Η προσπάθεια του Αχμάντ να μεσολαβήσει ανάμεσα στην κόρη και τη μάνα ξεδιπλώνει μια σειρά αποκαλύψεων και φέρνει στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα που ελλοχεύουν στις σχέσεις των μελών αυτής της ευρύτερης οικογένειας.

 Ηθοποιία:
Το έργο αυτό εξ' ορισμού στηρίζεται στις πετυχημένες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του. Το σενάριο, οι αργοί ρυθμοί και η παντελής έλλειψη οποιαδήποτε εφε και σκηνοθετικού τρικ αφήνει πολύ μικρό περιθώριο λάθους. Πραγματικά όλοι οι ηθοποιοί στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ειδικά η Bérénice Bejo αποδεικνύει το ταλέντο της σε ένα ρόλο πιο απαιτητικό από αυτούς που την έχουμε ήδη δει (The Artist-2011, Populaire-2012).

Σκηνοθεσία:
 Τα σφιχτά πλάνα με κάμερα στα χέρια πάντοτε σχεδόν στο ύψος των ματιών και τα απλά κοψίματα χωρίς εφέ μετάβασης από πλάνο σε πλάνο δημιουργούν μια σκηνοθεσία με ρεαλιστική διάθεση. Ταυτόχρονα ο αργός ρυθμός  σε συνδυασμό με τα μουντά χρώματα που κυριαρχούν στη φωτογραφία προδίδουν μια αισθητική που θυμίζει ντοκιμαντέρ. Η αποφυγή των εξάρσεων επιτρέπει στο έργο να είναι μια δραματική μελέτη πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις διατηρώντας όλες τις πρέπουσες αποστάσεις από το μελόδραμα.

Και τα περεταίρω:
Στο  Ένας Χωρισμός- 2011 ο Asghar Farhadi ανέλυε τα αισθήματα και τις εντάσεις που προκύπτουν από τη διάλυση ενός ερωτικού ζευγαριού. Αν και με πρώτη ματιά στο Το Παρελθόν το θέμα να φαίνεται να είναι αντίστοιχο, το έργο απόκτα μια διαφορετική και ίσως πιο ενδιαφέρουσα τροπή. Στην πολυσχιδή μοντέρνα οικογένεια της Μαρί οι εντάσεις δεν ξεκινούν ανάμεσα στις πλευρές του υποτιθέμενου ερωτικού τριγώνου (Σαμίντ, Αχμάντ και Μαρί) γιατί εν τέλει ερωτικό τρίγωνο δεν υπάρχει. Ο Αχμάντ δεν είναι αυτός που δημιουργεί την ένταση, αλλά παραδόξως βοηθά να επιλυθούν τα προβλήματα που ήδη υπάρχουν στην οικογένεια αποδεικνύοντας ότι ακόμη και σε μια τέτοια οικογένεια που απέχει πολύ από τα συντηρητικά πρότυπα μπορεί να υπάρχουν αισθήματα αγάπης και παραδοχής.
Το κεντρικό μοτίβο του έργου είναι μάλλον η έννοια της ενοχής, το οποίο στον τίτλο του μετονομάζεται σε Παρελθόν γιατί η ενοχή πάντοτε αναφέρεται στο παρελθόν. Η αφορμή για τη διερεύνηση της ενοχής είναι η απόπειρα αυτοκτονίας της γυναίκας του Σαμίρ και το γεγονός ότι αυτή βρίσκεται ακόμα σε κώμα. Στην πραγματικότητα το βάρος της ευθύνης για την αυτοκτονία δεν βαραίνει μάλλον κανέναν πέρα από την ίδια την αυτόχειρα που πάσχει από κατάθλιψη. Σταδιακά, ωστόσο, η ενοχή αυτή θα ταλανίσει σχεδόν όλους τους ενήλικες του έργου: τη μεγάλη κόρη Λουσι, την υπάλληλο του Σαμίρ, τη Μαρί και τελικά τον ίδιο τον Σαμίρ. Και πέρα από αυτόν κεντρικό κορμό της ενοχής οι περισσότεροι  χαρακτήρες έχουν στιγμές που αναλογίζονται τις αποφάσεις που πήραν στο παρελθόν και αισθάνονται ένοχοι για αυτές. Για παράδειγμα ο Αχμάντ σκέφτεται ότι εάν δεν είχε εγκαταλείψει την οικογένεια για να επιστρέψει στην Τεχεράνη τα παιδιά θα ήταν πιο ευτυχισμένα.
Σημαδιακή επίσης για την έννοια της ενοχής είναι και η σκηνή στην οποία τα δύο μικρότερα παιδιά υποχρεούνται να ζητήσουν συγνώμη από τον Αχμάντ που άνοιξαν τη βαλίτσα του ώστε να πάρουν τα δώρα τους. Ο Σαρίμ λέει ότι η διαδικασία αυτή δεν του αρέσει γιατί μαθαίνει στα παιδιά ότι με ένα συγνώμη λύνονται όλα και ότι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν. Αργότερα η Μαρί τον αντηχεί όταν ο Σαριμ της ζητάει συγνώμη για τη συμπεριφορά του λέγοντας του ότι η συγνώμη δεν τον εξιλεώνει. Εάν όμως η συγνώμη δεν εξιλεώνει τι τελικά μπορεί να σηκώσει το βάρος της ενοχής;

Όπως η μπάλα της ενοχής για την αυτοκτονία της γυναίκας του Σαρίμ περνάει ανάμεσα στα κεντρικά πρόσωπα του έργου άλλοτε συμφιλιώνει και εξομαλύνει τις σχέσεις και άλλοτε δημιουργεί εντάσεις και τελικά διαλύει τους δεσμούς. Όταν το τοπίο ξεκαθαρίσει ανάμεσα στη Λούσι και τη Μαρί, η Λούσι γαληνεύει και μάνα και κόρη βρίσκονται ξανά σε ισορροπία. Αντίστροφα, η ενοχή διαλύει τη σχέση του Σαμίρ με την υπάλληλό του και μάλλον και τη σχέση του με τη Μαρί. Τι αλλάζει σε αυτές τις περιπτώσεις μια και όλοι αναγνωρίζουν την ενοχή τους και ζητούν συγνώμη; Ίσως το τέστ της ενοχής και της συγνώμης να αποδεικνύει απλά ποιές σχέσεις ήταν πραγματικά θεμελιωμένες στην αγάπη και την παραδοχή που είναι αναγκαίες για να ξεπεραστούν οι εντάσεις. 

Σημείωση:
Η ταίνία είναι μια συμπαραγωγή Ιράν και Γαλλίας. Βλέποντάς την όμως αναρωτιόμουν που ακριβώς βρίσκονται τα Ιρανικά στοιχεία; Όλη η αισθητική της, ο ρυθμός της και τα θέματά της είναι καθαρά Ευρωπαϊκά. Από το 1960 και μετά όμως εμφανίζεται ο Νέος Ιρανικός Κινηματογράφος ο οποίος έτσι και αλλιώς είναι επηηρεασμένος από τον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο: με φτωχά μέσα και έμφαση στον ρεαλισμό επιχειρεί να επικεντρωθεί στα κοινωνικά προβλήματα του Ιράν. Ποιά λοιπόν είναι η "Ιρανικότητα" του διάσημου Ιρανού σκηνοθέτη Κιαροστάμη (Taste of Cherry -1997, The Wind Will Carry Us -1999,Ten -2002) για παράδειγμα όταν οι επιρροές του είναι εμφανώς από σκηνοθέτες Ευρωπαίους όπως ο Rhomer και ο De Sica; Μόνο το γεγονός ότι οι ταινίες του είναι γυρισμένες στο Ιράν και θέτουν τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων σε αυτό το πολιτισμικό και γεωγραφικό περιβάλλον; Με άλλα λόγια ο ευρωπαϊκός αέρας του Asghar Farhadi θα πρέπει να του χρεωθεί ως απώλειας της εθνικής του κουλτούρας ή σαν μια απλή συνέχεια του σύχρονου Ιρανικού κινηματογράφου;


Tuesday, October 15, 2013

La migliore offerta 2013 (Το τέλειο χτύπημα)- Giuseppe Tornatore και η φεμινιστική κριτική στον κινηματογράφο (ξανά)

 Πρόκειται για μια ταινία ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη που αποδεικνύει ότι ακόμα και ένα «σχεδόν» κλισέ σενάριο μπορεί να μετατραπεί σε μια ενδιαφέρουσα ταινία όταν διαθέτει τον κατάλληλο σκηνοθέτη και ηθοποιό.

Υπόθεση:
Ο Virgil Oldman είναι ένας έμπειρος συλλέκτης έργων τέχνης και πετυχημένος διοργανωτής πλειστηριασμών τέχνης. Σε όλη του την ζωή φοβάται την επαφή με τους ανθρώπους και φοράει πάντοτε γάντια. Το πάθος του είναι η συλλογή γυναικείων πορτρέτων από γνωστούς ζωγράφους. Η Claire, μια κληρονόμος παλιάς οικογένειας, που πάσχει από ακραία αγοραφοβία, επικοινωνεί μαζί του επιζητώντας μια αποτίμηση της περιουσίας της και την μεταπώλησή της σε πλειστηριασμό. Στην αρχή η Claire δεν του επιτρέπει να τη δει αλλά σύντομα μια ρομαντική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους καθώς ο Virgil επιχειρεί να τη θεραπεύσει και να την βοηθήσει να βγει στον έξω κόσμο. Η σχέση τους ανατρέπει όλη την ζωή του και τον αλλάζει δραματικά. Στην πραγματικότητα όμως η Claire δεν είναι αυτή που ισχυρίζεται ότι είναι και κάτι διαφορετικό κρύβεται πίσω από την περίεργη προσωπικότητά της και την ασθένεια της.

Σκηνοθεσία:
Ο Giuseppe Tornatore είναι ένας αγαπημένος σκηνοθέτης που από παλιά έχει αποδείξει την αξία του με έργα όπως Σινεμά ο Παράδεισος (1988) και ο Μύθος του 1900 (1998). Στο έργο αυτό ο Tornatore θυμίζει περισσότερο σκηνοθέτες όπως o De Palma και ο Hitchcock όπου σενάριο και εικόνα διαθέτουν μια καλοζυγισμένη αρμονία  υπηρετώντας με έντεχνο τρόπο το ένα το άλλο. Εδώ, λοιπόν, λείπει ο ατμοσφαιρικός φωτισμός, η φωτογραφία και τα εντυπωσιακά πλάνα που χαρακτηρίζουν τα άλλα γνωστά του έργα. Μάλλον ο Tornatore επιλέγει να αφήσει το μυστήριο του ίδιου του σεναρίου να τραβήξει τον θεατή. Οι χώροι άλλωστε μέσα στους οποίους διαδραματίζεται το έργο έχουν τη δική τους μαγεία και δεν χρειάζονται πολύ ακόμα φτιασίδωμα για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα που το σενάριο απαιτεί. Η τέχνη, η παλιά Ιταλική αρχιτεκτονική, οι τοιχογραφίες, η πολυτέλεια και η κουλτούρα ενός αιώνιου πολιτισμού σαν αυτό της Ιταλίας αρκούν.

Ηθοποιία:
Εμπνευσμένη ήταν η επιλογή του Geoffrey Rush ως Virgil Oldman. Όλο το έργο στηρίζεται πάνω στη δική του ερμηνεία. Όλα τα τικ του χαρακτήρα, η μικροβιοφοβία του, η ανικανότητά του να συνδεθεί συναισθηματικά με τους συνανθρώπους του γίνονται τόσο πειστικά και κατανοητά χάρη στο ταλέντο του ηθοποιού αυτού . Ο Geoffrey Rush κατορθώνει να πετύχει για τον άρρωστο και ουσιαστικά διεστραμμένο ήρωα του αν όχι τη συμπάθεια τουλάχιστο τον οίκτο και τη συμπόνια των θεατών, συναισθήματα απαραίτητα για την επιτυχία του έργου.


Και τα περαιτέρω (όποιος δεν επιθυμεί να γνωρίζει την εξέλιξη της ιστορίας του έργου ας μην διαβάσει παρακάτω)
Το 1975 η θεωρητικός του κινηματογράφου Laura Mulvey δημοσίευσε το άρθρο της Visual Pleasure and Narrative Cinema (=Οπτική Ηδονή στον Αφηγηματικό Κινηματογράφο) στο περιοδικό Screen . Με το άρθρο αυτό τέθηκε η βάση για τη φεμινιστική κριτική του κλασικού κινηματογράφου η οποία πυροδότησε μια σειρά συζητήσεων, που ακόμα καλά κρατεί. Θέμα της είναι το ερώτημα σε ποιό βαθμό η γυναίκα έχει φωνή (ή στην περίπτωση του κινηματογράφου βλέμμα) μέσα στην\πατριαρχική κοινωνία.

Εν ολίγοις η Mulvey χρησιμοποίησε τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του σαν ένα όπλο πολιτικής κριτικής που αποδεικνύει πως το ομαδικό ασυνείδητο της πατριαρχικής κοινωνίας έχει ορίσει τη μορφή του κλασικού κινηματογράφου. Σύμφωνα με τη Mulvey ο κινηματογράφος στηρίζεται στα ηδονοβλεπτικά ένστικτα του ανθρώπου. Ο θεατής μπορεί να παρατηρεί από ασφαλή απόσταση ένα ολόκληρο σύμπαν, το οποίο φαίνεται να υπάρχει ανεξάρτητα και πέρα από τη δική του ματιά. Μέσα σε αυτή τη λογική οι χαρακτήρες του κάθε έργου εκτελούν δύο εντελώς διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με το φύλο τους. Οι ανδρικοί χαρακτήρες βρίσκονται εκεί για να εξυπηρετήσουν τη ναρκισσιστική τάση του θεατή, την ταύτισή του δηλαδή με μια μορφή που μοιάζει ιδανική. Ο άνδρες-χαρακτήρες του έργου λειτουργούν ως ενδιάμεσοι του βλέμματος του θεατή, ως μεσολαβητές και εκφραστές της δικής του επιθυμίας. Είναι τα ενεργητικά μέλη της αφήγησης καθώς η κάμερα ταυτίζεται κυρίως με τη δική τους οπτική γωνία και το σενάριο κινείται με βάση τα δικά τους θέλω. Από την άλλη οι γυναικείοι χαρακτήρες λειτουργούν κυρίως ως θέαμα, ως το παθητικό αντικείμενο του βλέμματος. Η αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος ως αντικείμενο-φετίχ ενισχύεται από τα πλάνα, από τον τρόπο με τον οποίο κινηματογραφείται: συχνά παρουσιάζονται τμήματα μονάχα του γυναικείου σώματος (π.χ. τα σταυρωμένα πόδια) ή το σώμα πίσω από ένα οπτικό εμπόδιο (π.χ. πίσω από μια κλειδαρότρυπα κ.τ.λ.). Σπάνια οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι η πηγή της αφήγησης και η κινητήρια δύναμή της. Ο άνδρας -χαρακτήρας ελέγχει τη γυναίκα μέσω του βλέμματός του, μετατρέποντας την σε ένα παθητικό αντικείμενο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η γυναίκα λειτουργεί σαν ένα σύμβολο ευνουχισμού (μια και η ίδια δεν έχει φαλλό) και εγείρει τον ανδρικό φόβο. Τότε ο άνδρας την αντιμετωπίζει με ένα ενδόμυχο φόβο και για το λόγο αυτό επιχειρεί με σαδιστική σχεδόν συμπεριφορά να την ελέγξει. Η ίδια η Mulvey ως κινηματογραφικό παράδειγμα προσφέρει τη συμπεριφορά του χαρακτήρα του James Stuart στο Vertigo (1959 Hitchcock) απέναντι στη Judy.
Freud

Εάν κάποιος επιχειρήσει να εφαρμόσει τη θεωρία αυτή της Mulvey στο La migliore offerta θα διαπιστώσει ότι σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση της ταιριάζει στο σύγχρονο αυτό έργο ανησυχητικά καλά. Η παγίδα που στήνεται στον Virgil στηρίζεται ακριβώς πάνω στα στοιχεία που σχολιάζει η Mulvey, στο βλέμμα, στο ηδονοβλεπτικό θέαμα και στην αδυναμία της γυναίκας. Ο Virgil ταυτόχρονα φοβάται και επιθυμεί τις γυναίκες. Δεν είχε ποτέ του σχέση με γυναίκα, ούτε καν στον επαγγελματικό τομέα.  Επίσης, συλλέγει πίνακες -πορτρέτα αποκλειστικά γυναικών, τα οποία αποτελούν το ασφαλές αντικατάστατο τους, ένα φετιχ, που μπορεί να κοιτάζει χωρίς να αισθάνεται ότι απειλείται. Η Claire αποτελεί το τέλειο δόλωμα γιατί αρχικά αρνείται να αποκαλυφθεί, εξάπτοντας την περιέργειά του. Έτσι ο Virgil ( και μαζί του ο θεατής) παίρνει την «πολυπόθητη» θέση του ηδονοβλεψία που προσπαθεί να διακρίνει το αντικείμενο του πόθου του πίσω από την κλειστή καγκελόπορτα της βίλας,  την τρύπα στον τοίχο και τέλος πίσω από το ερωτικό σύμπλεγμα του αγάλματος. Και όταν τελικά αποκαλύπτεται, δεν εμφανίζεται μόνο το πρόσωπό της αλλά ολόκληρη η γύμνια της, τα γεννητικά της όργανα τοποθετώντας τον Virgil στην πιο ιδανική θέση του ηδονοβλεψία. Από την άλλη όσο η Claire αποκαλύπτεται, τόσο πιο ευάλωτη και παθητική γίνεται στα χέρια του Virgil. Η υποτιθέμενη αγοραφοβία της δίνει στον Virgil τον πλήρη έλεγχο. Την ταΐζει, επιλέγει τα ρούχα και το μακιγιάζ της και την μετατρέπει σε ένα θέαμα που ελέγχει αποκλειστικά εκείνος, παρουσιάζοντας την κρυφά στον Robert ή βγάζοντάς την έξω για δείπνο.


Ο Virgil  λοιπόν είναι το τέλειο παράδειγμα της ψυχοσύνθεσης της πατριαρχικής κοινωνίας όπως την περιγράφει η Mulvey. Το γεγονός ότι το σχήμα αυτό δεν φαίνεται τόσο ξένο, αλλόκοτο ή γελοίο στο σύγχρονο θεατή σηματοδοτεί άραγε ότι η κοινωνία και τα πρότυπά της δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα από το '75; Μπορεί ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι ο χαρακτήρας της Claire είναι επίπλαστος και μέσα στο ίδιο το έργο και ότι κατά συνέπεια το σχήμα αυτό λειτουργεί περισσότερο σαν ένα αυτοναφορικό σχόλιο, σαν μια έξυπνη ειρωνεία που παγιδεύει τον ήρωα σε πρώτο επίπεδο και τον θεατή σε δεύτερο με συγκεκριμένες προσδοκίες. Εάν αυτό ίσχυε θα φανέρωνε τουλάχιστον μια ασυνείδητη γνώση των αντι-φεμινιστικών προτύπων .  Θα πρέπει όμως κανείς να αναλογιστεί ότι ακόμα και όταν η πλεκτάνη αποκαλύπτεται η Claire δεν μετατρέπεται στην πανούργα ενεργητική γυναίκα που μηχανεύτηκε όλα αυτά, αλλά παραμένει ένα παθητικό εργαλείο. Η Claire είναι η πλαστογραφία μιας αριστουργηματικής γυναίκας (σύμφωνα με τα πατριαρχικά πρότυπα που σχολιάζει η Mulvey) που σχεδιάστηκε από άνδρες, τον Robert και τον Billy για να ξελογιάσει και να παγιδέψει ένα άνδρα, τον Virgil. Ποιά τελικά είναι η Claire, ποιά ήταν η δική της φωνή και το δικό της βλέμμα στο έργο δεν αποκαλύπτεται ποτέ, καθώς παραμένει το δόλωμα σε ένα καθαρά ανδρικό παιχνίδι. Στην πραγματικότητα λοιπόν το La migliore offerta δεν απέχει πολύ από το Vertigo (1959 Hitchcock) όπου ένας άνδρας κατασκευάζει την τέλεια γυναίκα Madeleine για να παγιδέψει τον πρώην αστυνόμο Scottie μέσω του ηδονοβλεπτικού βλέμματος. Τουλάχιστον στον Hitchcock ο θεατής μαθαίνει το πραγματικό όνομα της γυναίκας και για λίγο τουλάχιστον ακούει τη φωνή της και τα δικά της «θέλω».

Σημείωση
Εδώ το ζήτημα της ψυχαναλυτικής θεωρίας του κινηματογράφου έχει ξανασυζητήθεί με αφορμή τον Χιτσκοκ