Η υπόθεση
Ο Antoine Doinel
είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει στη Γαλλία στις αρχές του 1950. Ζει με τη
μητέρα και τον θετό πατέρα του. Οι σχέσεις ανάμεσα στο ζευγάρι είναι τεταμένες
καθώς η μητέρα φαίνεται ότι διατηρεί παράνομη ερωτική σχέση. Ο μικρός Antoine
είχε μεγαλώσει με τη γιαγιά του μέχρι που η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η
γιαγιά του δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει πια λόγω των γερατειών της. Οι δύο
γονείς απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα δεν φαίνεται να μπορούν να
κατανοήσουν και να βοηθήσουν το παιδί τους. Τα μικρά παραπτώματα του Antoine, η
τιμωρία του στο σχολείο και η κοπάνα του διαρκώς κλιμακώνονται με αποκορύφωση
την προσπάθεια του να κλέψει μια γραφομηχανή από τη δουλειά του πατέρα του.
Όταν μετανιώσει για την προσπάθεια του αυτή και επιχειρήσει να την επιστρέψει ο
φρουρός τον συλλαμβάνει και καλεί τον πατέρα του. Ο πατέρας του για τιμωρία τον
στέλνει σε ένα σχολείο ανήλικων εγκληματιών από όπου τελικά ο Antoine το σκάει
για να δει τον ωκεανό που πάντοτε ονειρευόταν.
Ο τίτλος
Αν και ο τίτλος
του έργου έχει μεταφραστεί με ακρίβεια από τα Γαλλικά στα Αγγλικά δεν μεταφέρει
με σωστά το νόημα του. Στα γαλλικά η φράση faire
les quatre cents coups σημαίνει να δημιουργεί κανείς τόσο αναστάτωση ώστε
να ξεσηκώνει την κόλαση. Η κατά λέξη μετάφραση του τίτλου στη φράση «Τα 400
χτυπήματα» δημιούργησε την παρερμηνεία ότι ο τίτλος αυτός αναφερόταν στη
σωματική τιμωρία και στην καταδίκη της.
Το σενάριο, Η δομή και Ο κεντρικός χαρακτήρας
Το σενάριο
Αν και η ιστορία ενός παιδιού που
αντιμετωπίζεται με σχετική αδιαφορία από την οικογένειά του και καταλήγει σε
αναμορφωτήριο ανήλικων ύστερα από μια σειρά παραπτωμάτων θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί σαν το υλικό για ένα μελόδραμα ο σκηνοθέτης επιλέγει να κρατήσει
χαμηλούς τόνους και να τονίσει τα ρεαλιστικά στοιχεία ώστε να δημιουργήσει μια
ταινία μελαγχολική ίσως αλλά και νοσταλγική για τη χαμένη παιδική ηλικία και
αθωότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως στο σενάριο αποφεύγονται οι εξάρσεις. Ο
νεαρός δεν είναι περισσότερο άτακτος από τους συμμαθητές του, απλά έχει την
ατυχία να συλληφθεί. Στη συνέχεια γράφει ένα κοροϊδευτικό στιχάκι στον τοίχο
της τάξης του και τιμωρείται με αποβολή. Τα παιδικά αυτά παραπτώματα οδηγούν σε
ολοένα μεγαλύτερα λάθη και με τον τρόπο αυτό σιγά-σιγά η μοίρα του παιδιού
σφραγίζεται. Είναι ενδιαφέρον ότι εάν τα λάθη αυτά εξεταστούν το καθένα χωριστά
δεν φαίνονται ιδιαίτερα σημαντικά. Εάν επίσης κάποιος από τους χαρακτήρες που
εκφράζουν την εξουσία στην ταινία, οι γονείς τους ή ο δάσκαλος του,
αντιμετώπιζαν τις πράξεις του Antoine διαφορετικά και πάλι ο χαρακτήρας δεν
είχε την ίδια πορεία και κατάληξη.
Όσο όμως και εάν
ο θεατής νοιώθει μια συμπάθεια και αγωνία για τον κεντρικό ήρωα δεν μπορεί να
θεωρήσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες σαν αρνητικούς ή κακούς. Η ταινία φροντίζει
να φωτίσει αρκετά καλά τις διάφορες πτυχές των γονιών κυρίως αλλά και του
καθηγητή ώστε η συμπεριφορά τους είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και ως ένα βαθμό
δικαιολογημένη. Έτσι η νεαρή μητέρα παρουσιάζεται φιλάρεσκη και άπιστη.
Συγχωρείται ως ένα βαθμό όμως καθώς είναι προφανές ότι έκανε ένα παιδί πολύ νέα
και χωρίς στην ουσία να το θέλει. Η νεότητά της και το γεγονός ότι και εκείνη
έχει παγιδευτεί σε μια κατάσταση που δεν επιθυμεί (όπως και ο γιος της ο
Antoine) δικαιολογούν τα λάθη στη συμπεριφορά της. Προσπαθεί για κάτι καλύτερο
αλλά δεν το επιτυχαίνει. Ο δε πατέρας αν και υποψιάζεται την απιστία της
γυναίας του κάνει τα στραβά μάτια μην θέλοντας να γκρεμίσει την οικογένεια του.
Επιχειρεί να προσεγγίσει τον Antoine και αποτυγχάνει. Τον τιμωρεί και όταν αυτό
κλέβει απελπίζεται και τον εγκαταλείπει. Ακόμα και ο δάσκαλος φαίνεται να έχει
δίκιο στις τιμωρίες του και στην ανάγκη του να επιβάλλει την πειθαρχία. Το
γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες μοιάζουν δικαιολογημένοι στη συμπεριφορά τους
μετατρέπει το έργο σε πιο ρεαλιστικό και λιγότερο μελοδραματικό
Η δομή
Ο Truffaut
παρακολουθεί την πορεία αυτή από μια σχετική απόσταση χωρίς εντάσεις και
κορυφώσεις. Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που ο πατέρας του Antoine τον
παραδίδει στην αστυνομία. Τίποτα στο έργο δεν μας προετοιμάζει για την απόφαση
αυτή η οποία έρχεται εντελώς ξαφνικά και παρουσιάζεται σαν ένα απλό γεγονός και
όχι σαν κάποιο ιδιαίτερο δραματικό συμβάν. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζεται και
η μεταφορά του στον Κέντρο Παρατήρησης ανηλίκων. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και
το τέλος της ταινίας. Ένα μακρόχρονο πλάνο δείχνει τον ήρωα που τρέχει μέσα στο
δάσος. Οι θεατές μέσα στο πλάνο αυτό έχουν την ευκαιρία να συμμεριστούν τα
συναισθήματα του παιδιού αλλά και να αισθανθούν κάποια αγωνία περιμένοντας
διαρκώς να συμβεί κάτι που θα ανακόψει την πορεία του. Όταν ο Antoine φτάνει
στην παραλία γυρνάει προς την κάμερα και ξαφνικά εικόνα παγώνει και ζουμάρει
στο πρόσωπό του. Το τέλος της ταινίας είναι αυτό. Το παιδί το σκάει για να δει
αυτό που πάντοτε ονειρευόταν, τον ωκεανό. Στην εικόνα αυτή ο θεατής αναγνωρίζει
την αναζήτηση της ελευθερίας και την αμφισβήτηση της εξουσίας που χαρακτηρίζει
τον ήρωα σε όλο το έργο. Ταυτόχρονα όμως η ταινία κλείνει με τέλος ανοικτό και
με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το τι θα γίνει μετά, πώς θα εξελιχθεί η ζωή αυτού
του παιδιού; Το τέλος αυτό είναι ένα μη τέλος καθώς κανένα από τα προβλήματα
δεν έχει λυθεί, τίποτα δεν έχει τακτοποιηθεί. Ο θεατής μένει να αναρωτιέται εάν
ο Antoine θα εξακολουθήσει να επαναστατεί και να κάνει λάθη ή εάν θα μπορέσει
να προσαρμοστεί και να επιτύχει κάποιου είδους εξέλιξη στην ζωή του.
Ο Χαρακτήρας
Ο χαρακτήρας του Antoine
Doinel εμφανίζεται σε ένα μεγάλο αριθμό έργων του σκηνοθέτης. Ο ίδιος ηθοποιός αναλαμβάνει
τον ίδιο ρόλο στο Antoine and Colette, όπου ο ήρωας ερωτεύεται για πρώτη φορά.
Ο δεύτερός του έρωτας περιγράφεται στο Stolen Kisses, παντρεύεται στο
Bed and Board, και τελικά χωρίζει στο Love on the Run. Ο χαρακτήρας αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικός. Συνδυάζει τις
εμπειρίες του ίδιου του Truffaut αλλά και πολλών φίλων του.
Στιλιστικές επιλογές και σκηνοθεσία
Το έργο έχει
γυριστεί με ένα τρόπο που εντείνει την αίσθηση της ρεαλιστικής αφήγησης. Αν και,
όπως ειπώθηκε παραπάνω η ιστορία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός
μελοδράματος, ο σκηνοθέτης αποφεύγει να υποκύψει σε ένα τέτοιο ύφος επιλέγοντας
μια αισθητική τόσο ρεαλιστική που μεταμορφώνει την ταινία σχεδόν σε ένα
ντοκιμαντέρ.
Η ασπρόμαυρη
εικόνα με το χαμηλό φωτισμό θυμίζει τον ιταλικό νεορεαλισμό και προσδίδει την
αίσθηση της ωμής πραγματικότητας. Το πρώτο πλάνο της ταινίας που διατρέχει την
πόλη του Παρισίου τοποθετεί τον θεατή από την αρχή σε ένα συγκεκριμένο χώρο
εντείνοντας τη ρεαλιστική της διάσταση. Στην ίδια αισθητική συντείνουν τα
μακρόχρονα πλάνα με τα λιγοστά cut και τα ακόμα λιγότερα dissolve και fade in\out. Τα μακρόχρονα αυτά πλάνα συνήθως μεσαία που είναι σε ύψος χαμηλότερο από
ότι στον κλασσικό κινηματογράφο ακολουθούν και παρουσιάζουν σχεδόν πάντοτε τον
κεντρικό ήρωα, Antoine. Σε αντίθεση με το κλασσικό στυλ του Hollywood όπου το μεγαλύτερο ποσοστό της
κάμερας μας παρουσιάζει την οπτική γωνία του ήρωα, εδώ στις περισσότερες φορές
παίρνει τη θέση ενός εξωτερικού παρατηρητή που ακολουθεί τον Antoine σε όλη
σχεδόν ταινία. Η οπτική αυτή γωνία της κάμερας δημιουργεί μια απόσταση, καθώς
δεν ευνοεί την ταύτιση του θεατή με τον ήρωα. Ταυτόχρονα, όμως η στενή
παρατήρηση του επιτρέπει στους θεατές να νιώσουν μια συμπάθεια για τον
χαρακτήρα αυτό.
Στη σκηνή που ο
ήρωας μιλάει στην ψυχολόγο το έργο μετατρέπεται σχεδόν σε μία σύνεντευξη . Στη
σκηνή αυτή η ψυχολόγος δεν εμφανίζεται ποτέ και ο ήρωας μοιάζει να μιλάει
κατευθείαν στην κάμερα. Εδώ, ο θεατής παίρνει όλες τις πληροφορίες που του
έλειπαν για να κατανοήσει καλύτερα την προϊστορία, τις αποφάσεις αλλά και τον
χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, Antoine.
Σημείωση:
Ο François Truffaut ήταν αρχικά κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου. Αρθρόγραφούσε στο περιβόητο περιοδικό Cahiers du Cinéma, το οποίο έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου για τις έξοχες κριτικές του και για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής θεωρίας. Αργότερα ο
Truffaut πέρασε στη σκηνοθεσία υπηρετώντας το Νέο Κύμα.
No comments:
Post a Comment