Η Υπόθεση: Το Ρασομον παρουσιάζει τέσσερις εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Ένας σαμουράι ταξιδεύει με τη γυναίκα μέσα στο δάσος, όταν συναντούν ένα διάσημο ληστή. Ο ληστής από πόθο για τη γυναίκα του σαμουράι ξεγελά το ζεύγος συνουσιάζεται με τη γυναίκα. Ο άνδρας δολοφονείται.
Δομή και Αιθητική: Την ιστορία αυτή ο θεατής την ακούει από 4 διαφορετικούς ανθρώπους.
1. Ο ληστής λέει οτι σαγήνευσε τη γυναίκα και έκανε έρωτα μαζί της και σκότωσε τον άνδρα της σε έντιμη ξιφομαχία. Η γυναίκα όμως όταν είδε τον άνδρα της νεκρό το έσκασε. Ο ληστής πήρε το άλογο και τα 2 σπαθιά και έφυγε.
2. Η γυναίκα λέει οτι βιάστηκε από τον ληστή χωρίς την συναίνεση της. Ο ληστής έφυγε. Μετά ελευθέρωσε τον άνδρα της ο οποίος όμως την κοίταζε με βλέμμα περιφρονητικό. Εκείνη σε κατάσταση παραφροσύνης πήρε το στιλέτο στα χέρια και μάλλον σκότωσε τον άνδρα της λίγο πριν λιποθυμήσει. ‘Όταν συνήλθε το έβαλε στα πόδια.
3. Ο άνδρας επίσης διηγείται την ιστορία με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Ο ληστής βιάζει τη γυναίκα και μετά της εξομολογείται τον έρωτα του για αυτήν. Εκείνη τον πιστεύει και αποφασίζει να τον ακολουθήσει. Ζητά όμως από τον ληστή να σκοτώσει τον άνδρα της. Ο Ληστής αηδιάζει από τη γυναίκα και λέει στον άνδρα ότι μπορεί να τη σκοτώσει. Η γυναίκα το σκάει. Ο ληστής ελευθερώνει τον άνδρα και τελικά ο άνδρας αυτοκτονεί από την ντροπή του.
4. Ο Ξυλοκόπος ο οποίος αρχικά είπε οτι βρήκε απλά το πτώμα αποδεικνύεται μάρτυρας των περιστατικών και διηγείται και αυτός μια εκδοχή των γεγονότων. Σύμφωνα με αυτή ο ληστής βιάζει τη γυναίκα αλλά μετά την παρακαλεί να τον παντρευτεί. Εκείνη ελευθερώνει τον άνδρα της και παρακινεί και τους δύο να μονομαχήσουν για χάρη της. Οι άνδρες μονομαχούν και ο ληστής σκοτώνει τον άνδρα.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι κινηματογραφημένες οι ιστορίες αυτές φανερώνει την οπτική του κάθε αφηγητή. Για παράδειγμα στην ιστορία του ληστή, το σεξ είναι συναινετικό και η μονομαχία ηρωϊκή. Οι δύο άνδρες μοιάζουν με έμπειρους ξιφομάχους σε αντίθεση με την ιστορία του Ξυλοκόπου όπυ αποδεικνύονται αδέξιοι και δειλοί και ανίκανοι. Στην πρώτη επίσης ιστορία χαρακτηριστικές είναι και οι λήψεις που παρουσιάζουν με ηρωικό ύφος και μουσική τον Ληστή να καλπάζει με το άλογο. Στην πρώτη λοιπόν ιστορία ο ληστής υπερβάλει για τη δύναμη και τον ηρωισμό του.
Στη δεύτερη ιστορία η γυναίκα τονίζει τον ρόλο της ως τραγικό θύμα και αν και παραδέχεται οτι σκότωσε τον άνδρα της φροντίζει να δώσει στον εαυτό της τα κατάλληλα ελαφρυντικά: την προσωρινή τρέλα και την λιποθυμία.
Ο άνδρας διηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία στέκεται στο ύψος της τιμής των Σαμουράι και αυτοκτονεί.
Ο θεατής τείνει να πιστεύει ότι η ιστορία εξελίχτηκε όπως την περιγράφει ο ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος φαίνεται να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο να πει ψέματα και είναι ο μόνος που δεν ομολογεί ότι διέπραξε ο ίδιος τον φόνο. Αποδεικνύεται όμως οτι έκλεψε το στιλέτο και η κλοπή αυτή ίσως να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να πει ψέματα. Εάν το στιλέτο και όχι το σπαθί είναι το φονικό όπλο όπως φαίνεται στις ιστορίες 2 και 3 ο ξυλοκόπος μπορεί να λέει ψέματα για να μην προσελκύσει το ενδιαφέρον των ακροατών στο στιλέτο που κλάπηκε. Η αξιοπιστία του λοιπόν ως μάρτυρα τίθεται υπό αμφισβήτηση εξαιτίας του γεγονότος ότι έκλεψε το στιλέτο.
Το έργο αυτό επιχειρεί να προσεγγίσει από 4 διαφορετικές πλευρές ένα γεγονός, προσφέροντας στον θεατή όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες ώστε να το κατανοήσει καλύτερα και να φτάσει στην αλήθεια. Οι επιπλέον όμως περιγραφές οι επιπλέον εκδοχές αντί να οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόησης και στην αντίληψη της αλήθειας τελικά απομακρύνουν τον θεατή από αυτό το στόχο.
Ο στόχος του έργου δηλώνεται και από τον τρόπο κινηματογράφησής του. Όταν ο ξυλοκόπος στην αρχή της ιστορίας διηγείται πως βρήκε το πτώμα στο δάσος ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια αφύσικα μακρόχρονη και λεπτομερή σκηνή του ξυλοκόπου που διασχίζει το δάσος. Η σκηνή αυτή αφηγηματικά δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, δεν βοηθά την εξέλιξη του μύθου δε υπακούει στον κανόνα της οικονομίας του χρόνου. Ο τρόπος όμως με τον οποίο είναι κινηματογραφημένη δηλώνει τον στόχο του σκηνοθέτη. Στη σκηνή αυτή ο θεατής έχει την ευκαιρία να δεί από όλες τις οπτικές γωνίες τον ξυλουργό που κινείται στο δάσος. Υπάρχουν πλάνα που τον παρουσιάζουν από πίσω, από κάτω προς τα πάνω, από μπροστά, από δεξιά προς αριστερά, από αριστερά προς δεξιά κτλ. Τα πλάνα αυτά όμως αν και δίνουν όλες τις οπτικές γωνίες και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν στον θεατή περισσότερο τον μπερδεύουν παρά κάνουν την κίνηση του ξυλοκόπου μέσα στο χώρο καλύτερα αντιληπτή.
Το νόημα: Το έργο κλείνει εκεί από όπου άρχισε. Ο μοναχός, ο ξυλοκόπος και ο περιπλανώμενος βρίσκονται στα ερείπια του ιερού, προφυλαγμένοι από τη βροχή. Ο περιπλανώμενος δηλώνει οτι όλοι λένε ψέματα και αναγκάζει τον ξυλοκόπο να ομολογήσει την κλοπή του στιλέτου. Ο ίδιος κλέβει τα υπάρχοντα του εγκαταλειμμένου βρέφους. Μπροστά σε αυτές τις πράξεις ο μοναχός απελπίζεται για τον ανθρώπινο γένος. Πιστεύει οτι από τη στιγμή που κανείς δεν λέει την αλήθεια και κανείς δεν μπορεί εμπιστευτεί τον άλλο οι άνθρωποι οδεύουν προς την καταστροφή. Όταν ο ξυλοκόπος προσφέρεται να υιοθετήσει και να μεγαλώσει το μωρό ο μοναχός ελπίζει και πάλι στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου. Το έργο συνεπώς φαίνεται να προβάλει την ιδέα οτι ο άνθρωπος ακόμα και όταν κοιτάζει το ατομικό του μόνο συμφέρον ακόμα και όταν κλέβει και λέει ψέματα έχει μέσα του κάποια στοιχεία καλοσύνης τα οποία μπορούν να βγουν στην επιφάνεια. Ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός για καλές και κακές πράξεις. Εάν ωστόσο απομακρυνθούμε λίγο από το ηθικό νόημα του έργου που συνδυάζεται με το μοναχό θα μπορέσουμε να διακρίνουμε ένα φιλοσοφικό ζήτημα που είναι πιο ενδιαφέρον. Αντί να υποθέσουμε οτι όλοι οι αφηγητές του έργου είναι υστερόβουλοι ψεύτες όπως διαρκώς υποστηρίζει ο περιπλανώμενος δεχτούμε οτι ο κάθε αφηγητής είναι πεπεισμένος οτι διηγείται την αλήθεια τότε προκύπτει το ερώτημα πως είναι δυνατόν να ορισθεί η αντικειμενική αλήθεια όταν η αντίληψη των γεγονότων συνδέεται πάντοτε σφιχτά με την υποκειμενική μας ερμηνεία. Η οπτική γωνία ( το πλάνο στην κινηματογραφική τέχνη) του κάθε αφηγητή, το τι ασυναίσθητα θα επιλέξει να διηγηθεί ή να παραλείψει ( το μοντάζ αντιστοίχως) δημιουργούν μια εκδοχή της αλήθειας και της πραγματικότητας όπως απέδειξε ο σκηνοθέτης στη σκηνή του ξυλοκόπου που κινείται μέσα στο δάσος.
1 comment:
Πολύ καλή η ανάλυση!
Post a Comment