1. Ρεύματα τέχνης –σε συνέχεια με τη λογική του κυβισμού : β) Κονστρουκτιβισμός (Ρωσία) γ) De Stijl (Ολλανδία), δ) Bauhaus
2. Μαγικός (φανταστικός) ρεαλισμός ( Henri Rousseau, Marc Chagall, Giorgio De Chirico)
3. Ντανταϊσμός: Marcel Duchamp
Β) Κονστρουκτιβισμός (Ρωσία)
Ο Κονστρουκτιβισμός στην ουσία αποτελεί τη φυσική συνέχεια των πειραματισμών του κυβισμού στη γλυπτική. Έχουμε ήδη πει ότι στη και στη γλυπτική ο κυβισμός στηρίχτηκε στη ανάλυση των μορφών σε γεωμετρικά σχήματα και στο διάλογο ανάμεσα στο υλικό και στον κενό. Φαίνεται, συνεπώς ότι τους κυβιστές – γλύπτες είχε αρχίσει να τους απασχολεί η έννοια του χώρου.
Μέχρι τότε η γλυπτική ήταν μια τέχνη που δημιουργούσε μορφές μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης υλικού από μια στερεή άμορφη μάζα, σμιλεύοντας το ξύλο ή το μάρμαρο ή αντίστροφα από μια διαδικασία μορφοποίησης μιας ρευστής άμορφης μάζας πλάθοντας δηλαδή πηλό ή κερί. Στη Ρωσία μακριά από την πλούσια γλυπτική παράδοση της Ευρώπης που ήταν αρκετά δεσμευτική για τους καλλιτέχνες δημιουργήθηκε η ιδέα ότι η γλυπτική μορφή θα μπορούσε αντί να πλάθεται να «κατασκευάζεται» (construct-κονστρουκτιβισμός), να συντίθεται από υλικά όπως το μέταλλο, το ξύλο, το γυαλί και το πλαστικό. Το κύριο ενδιαφέρον της κονστρουκτιβιστικής γλυπτικής δεν είναι η μορφή που παριστάνει (και για αυτό το λόγο σπάνια έχει κάποιο θέμα, αλλά είναι αφηρημένη) αλλά συνδιαλλαγή του γλυπτού με το χώρο.
Vladimir Tatlin (1895-1956)
Ο Tatlin είναι ο ιδρυτής και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του ρωσικού κονστρουκτιβισμού. Ο Tatlin επισκέφτηκε το Παρίσι και το ατελιέ του Picasso και επηρεάστηκε κυρίως από τα κυβιστικά γλυπτά του. Τα πρώτα αφηρημένα μικρά σε μέγεθος γλυπτά του δεν έχουν στερεή βάση αλλά κρέμονταν με συρματόσκοινα ώστε να εκφράσουν την αίσθηση της πτήσης. Επιπλέον, ο Tatlin πίστευε ότι η φύση των ίδιων των υλικών μπορεί να υποδείξει στον καλλιτέχνη τη φόρμα που πρέπει να πάρει. Το ξύλο δηλαδή όφειλε να χρησιμοποιηθεί σε επίπεδη επιφάνεια, το γυαλί σε κυρτή και το μέταλλο σε κύλινδρο ή κώνο. Μόνο με τον τρόπο αυτό με το σεβασμό δηλαδή στη φύση των υλικών έλεγε ο Tatlin ότι μπορούσε κάποιος να κατασκευάσει ένα έργο τέχνης με ουσιαστικό περιεχόμενο.
Γ) De Stijl (Ολλανδία)- Piet Mondrian (1872-1944)
Ο πρώτος παγκόσμιος Πόλεμος απέκλεισε τον Piet Mondrian στην πατρίδα του την Ολλανδία στην οποία είχε πάει για επίσκεψη. Μέχρι τότε ο Mondrian διέμενε μόνιμα στο Παρίσι και ήξερε καλά το νέο επαναστατικό κίνημα στην τέχνη, τον κυβισμό. Το 1917 τον προσέγγισε ο καλλιτέχνης Van Doesburg και τον έπεισε να εκδώσουν ένα περιοδικό για την τέχνη που ονομάστηκε De Stijl (= στυλ στα Ολλανδικά). Γύρω από αυτό το περιοδικό συγκεντρώθηκαν καλλιτέχνες που είχαν ιδέες για την τέχνη όμοιες με αυτές των ιδρυτών του (Mondrian, Van Doesburg). Η ομάδα αυτή και η τέχνη που παρήγαγε πήρε το όνομα της από το περιοδικό.
Το περιοδικό διακήρυττε « την απόλυτη απαξίωση της παράδοσης… την αποκάλυψη όλης της απάτης του λυρισμού και του συναισθηματισμού». Οι καλλιτέχνες έπρεπε να στραφούν στην αφαίρεση και στην απλοποίηση και να έχουν ως στόχο τη σαφήνεια, τη βεβαιότητα και την τάξη. Εν τέλει στόχος τους ήταν να χρησιμοποιούν στην τέχνη μόνο τις βασικές μορφές (κάθετες, οριζόντιες γραμμές, κύβους). Είναι προφανές πόσο κοντά είναι οι ιδέες αυτές στη φιλοσοφία του κυβισμού που αναζητούσε την τάξη μέσα από την εσωτερική δομή των αντικειμένων. Υποστήριζαν, επιπλέον ότι όλες οι τέχνες έπρεπε να ενωθούν κάτω από μια κοινή οπτική γωνία, κάτω από ένα ομοιόμορφο στυλ.
Οι ιδέες αυτές στα έργα πήραν τη μορφή πινάκων που αποτελούνταν από ευθείες γραμμές ορθογώνια ή κύβους και χρώματα που ήταν απλοποιημένα στα βασικά ( κόκκινο, κίτρινο, μπλε, άσπρο, μαύρο). Οι απλοποιήσεις αυτές για τους De Stijl είχαν ιδιαίτερο νόημα καθώς προσέδιδαν στα σχήματα και τα χρώματα που επέλεγαν συμβολισμούς από την άπω Ανατολή, και από τη σύγχρονη τους διδασκαλία του θεοσοφισμού.
δ) Bauhaus
Το τελευταίο κίνημα που επηρεάστηκε από τον κυβισμό και τη φιλοσοφία του ήταν η σχολή του Bauhaus που ιδρύθηκε στη Βαϊμάρη το 1919. Ήταν μια σχολή τεχνών που είχε ως διδακτικό προσωπικό μερικούς από τους πιο διάσημους ζωγράφους, και καλλιτέχνες γενικότερα της εποχής ( Kadinsky, Klee). Οι ιδέες για την τέχνη που προήγαγε προέρχονται κυρίως από τον Ρωσικό κονστρουκτιβισμό, τον Tatlin, και από την ομάδα του De Stijl. Από τον Tatlin πήραν την ιδέα ότι η φύση των υλικών μπορεί να υποδείξει στον καλλιτέχνη τη μορφή που πρέπει να πάρει το υλικό και από το De Stijl , το ιδανικό της απλοποίησης και το στόχο της ενοποίησης όλων τεχνών κάτω από μια κοινή οπτική γωνία. Στο Bauhaus οι τέχνες έπρεπε να έχουν μεγαλύτερη χρηστική αξία και λιγότερο διακοσμητική. Συχνά οι μαθητές κατασκεύαζαν αντικείμενα με τρόπο που αργότερα να μπορούσαν να παραχθούν μαζικά. Η τέχνη του ντιζαϊν με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα γεννήθηκε μέσα στη σχολή του Bauhaus. Είχαν την άποψη ότι ένα αντικείμενο που έχει φτιαχτεί με στόχο να είναι πρακτικό θα είναι απαραίτητα και όμορφο δεν θα έχει ανάγκη επιπλέον διακόσμηση. Ένα από τα χαρακτηριστικά αντικείμενα που δημιουργήθηκαν εκεί και κυριαρχούν σήμερα στη ζωή μας είναι οι καρέκλες από μεταλλικούς σωλήνες.
Το 1933 οι Ναζί έκλεισαν το Bauhaus και διέκοψαν τις εργασίες του. Πολλοί από τους συνεργάτες του αναγκάστηκαν να διαφύγουν στις Η.Π.Α. Το 1937 το Bauhaus άνοιξε ξανά στο Σικάγο.
2. Μαγικός (φανταστικός) ρεαλισμός
Στην εισαγωγή των μαθημάτων μας υποστήριξα ότι στην ιστορία τέχνης δεν υπάρχει η έννοια της προόδου. Η τέχνη κάθε περιόδου προτείνει λύσεις σε διαφορετικά προβλήματα και σε ποικίλους στόχους. Όταν αυτό που επιθυμεί ο καλλιτέχνης να εκφράσει αλλάζει ταυτόχρονα διαφοροποιείται και η τέχνη που δημιουργεί. Στην ιστορία της τέχνης, επίσης, δεν υπάρχει μια γραμμική εξέλιξη κατά την οποία οι καλλιτέχνες της κάθε εποχής προχωρούν συνέχεια προς κάτι νέο και «καλύτερο» ή «σωστότερο». Αντίθετα, πολλές φορές οι καλλιτέχνες μια γενιάς ξαναγυρνούν στην τέχνη που αμέσως προηγούμενοι τους αμφισβήτησαν και ξεπέρασαν. Πολλές φορές επίσης, είδαμε ότι την ίδια χρονική περίοδο υπάρχουν δύο σχεδόν αντιθετικές προτάσεις για το πώς θα έπρεπε να είναι η τέχνη. Για παράδειγμα στην αναγεννησιακή Ιταλία υπήρχε η αντιπαράθεση ανάμεσα στο σχέδιο (Michelangelo) και το χρώμα (Tisiano).
Για την εποχή που μιλάμε στα τελευταία μαθήματα (τέλη 19ου αιώνα) υπάρχει μια ανάλογη αντίθεση. Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα οι ιμπρεσιονιστές αμφισβήτησαν αυτό που ως εκείνη τη στιγμή ήταν αποδεκτό ως ρεαλιστική απεικόνιση της φύσης. Είπαν ότι η Ακαδημαϊκή ζωγραφική που είχε ως στόχο η τέχνη να είναι παράθυρο στον κόσμο, ήταν ψευδής, γεμάτη τεχνητές συμβάσεις. Από κει και πέρα παρακολουθήσαμε μια πορεία στην τέχνη (μετά -ιμπρεσιονιστές, εξπρεσιονισμός, κυβισμός, φουτουρισμός, αφηρημένη τέχνη κ.τ.λ.) όπου τα έργα των καλλιτεχνών ήταν ολοένα και λιγότερο ρεαλιστικά. Αρχικά υπήρξε μια παραμόρφωση στην απεικόνιση της πραγματικότητας με διαφορετικούς κάθε φορά στόχους, και τέλος η πλήρη αποκοπή από την πραγματικότητα με τη δημιουργία των αφηρημένων έργων είτε αυτά προέκυψαν μέσα από την εξπρεσιονιστική παράδοση είτε μέσα από την κυβιστική.
Ενώ λοιπόν το γενικό κλίμα στην τέχνη είναι η απομάκρυνση από την ρεαλιστική απεικόνιση, υπάρχουν ορισμένοι καλλιτέχνες στα τέλη του 19ου αιώνα που γυρνάνε ακριβώς στο ρεαλισμό και στη λεπτομερή καταγραφή της πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός αυτός ωστόσο δεν είναι καθαρός. Ο στόχος της ρεαλιστικής τέχνης του τέλους του 19ου αιώνα δεν συμμερίζεται τους στόχους της Αναγεννησιακής τέχνης, της δημιουργίας δηλαδή της ψευδαίσθησης της πραγματικότητας. Αντίθετα μέσα από την ρεαλιστική απεικόνιση οι καλλιτέχνες αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια αίσθηση υπερφυσικού και φανταστικού. Άλλοτε η περίεργη προοπτική άλλοτε το ίδιο το θέμα ή ακόμα και ο φωτισμός στους πίνακες αυτούς δημιουργούν στον θεατή την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα εξωπραγματικό τοπίο.
Οι επιδράσεις της τέχνης αυτής ξεκινούν από τον 18ο αιώνα από τα μυστικιστικά οράματα του William Blake και τους μακάβριους εφιάλτες του Francisco Goya. Πράγματι τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη, κυρίως στη βόρεια, είχε δημιουργηθεί ένα ολόκληρο φανταστικό κίνημα όπου σε συνθήκες ρεαλιστικές και με αληθοφανείς εσωτερικούς νόμους πρόβαλαν μαγικά, φανταστικά στιγμιότυπα. Το κίνημα αυτό ιδιαίτερα διαδεδομένο στην τότε λογοτεχνία (Hoffmann, Edgar Allan Poe κτλ.) ονομάστηκε φανταστικός, μαγικός ρεαλισμός (σήμερα στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένα τα βιβλία της Ιζαμπέλ Αλιέντε και του Μαρκέζε). Επειδή, λοιπόν, τα έργα των ζωγράφων που θα συζητήσουμε παρακάτω μέσα από τον ρεαλισμό κατόρθωναν να δημιουργήσουν μαγική ατμόσφαιρα ομαδοποιήθηκαν κάτω από το όνομα του μαγικού ρεαλισμού.
Πρέπει να τονιστεί ότι η επιστροφή στον ρεαλισμό δε σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες αυτοί πίστευαν στη φιλοσοφία που αντιπροσώπευε η Ακαδημαϊκή, Αναγεννησιακή τέχνη. Δεν συμμερίζονταν απαραίτητα δηλαδή την άποψη ότι η πραγματικότητα είναι αντικειμενική, κοινή για όλους. Οι ζωγράφοι αυτοί χρησιμοποίησαν τον ρεαλισμό με άλλο στόχο και του έδωσαν διαφορετικό νόημα. Μέσω της λεπτομερής περιγραφής της φύσης ήθελαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε ο θεατής να πειστεί για κάτι εξωπραγματικό. Μέσω του ρεαλισμού δημιούργησαν και απεικόνισαν μια πραγματικότητα προσωπική, εσωτερική και εν τέλει μαγική.
Henri Rousseau (1844-1910)
O Rousseau ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Δε σπούδασε ποτέ ζωγραφική και τέχνες. Εργαζόταν ως τελωνιακός και μόνο προς το τέλος της ζωής του εγκατέλειψε τη δουλειά του και άρχισε να ζωγραφίζει πιο συστηματικά. Το γεγονός ακριβώς ότι δε σπούδασε την τέχνη του ίσως να ήταν αυτό που τον έσπρωξε στον ρεαλισμό. Έξω από τις καλλιτεχνικές εξελίξεις και τις φιλοσοφίες των άλλων ζωγράφων διάλεξε την πιο απλό και αυτονόητο τρόπο για να εκφραστεί. Στην αρχή τα έργα του εξαιτίας αυτής της αφέλειας που παρουσιάζουν έγιναν στόχος κοροϊδευτικών σχολίων. Γρήγορα όμως η απλότητα των έργων του θύμισε στους καλλιτέχνες την απλότητα και την εκφραστικότητα των πρωτόγονων έργων (αφρικάνικες μάσκες και αγαλματίδια) που τόσο θαύμαζαν με αποτέλεσμα να δεχτούν τον Rousseau στον κύκλο τους. Ο Picasso, συγκεκριμένα όταν βρήκε τυχαία σε ένα παλαιοπωλείο ένα από τα πρώτα έργα του Rousseau το οποίο αγόρασε πάμφθηνα έκανε ένα πάρτι προς τιμή του ζωγράφου καλώντας όλους τους γνωστούς καλλιτέχνες που βρίσκονταν τότε στο Παρίσι.
Ο Rousseau κατόρθωνε μέσα από την κοπιαστική αντιγραφή λεπτομερειών της φύσης και μια σωστή προοπτική να δημιουργεί πίνακες με μαγική ατμόσφαιρα. Η αίσθηση του εξωπραγματικού πηγάζει από τον περίεργο φωτισμό όπου συχνά οι μορφές φαίνονται να ακτινοβολούν από μέσα, ως αυτόφωτες και από τον παράδοξο συνδυασμό διαφορετικών αντικειμένων. Για παράδειγμα σε ένα πίνακα του μια γυναίκα κοιμάται πάνω σε έναν βικτοριανό καναπέ μέσα σε μια οργιαστική ζούγκλα.
Giorgio De Chirico (1888-1978)
Μέσα περίπου στο ίδιο πνεύμα κινούνται και τα έργα του De Chirico. Ο De Chirico γεννήθηκε στην Αθήνα από Ιταλούς γονείς. Γρήγορα η οικογένεια του μετακόμισε στη Γερμανία. Στο έργο του είναι εμφανείς οι επιδράσεις και από τις τρεις χώρες. Στους πίνακες του εικονογραφούνται κτίρια κλασσικής αρχιτεκτονικής και γλυπτά κλασσικά ή αναγεννησιακά, τα οποία έβλεπε στην Ελλάδα και την Ιταλία. Ο De Chirico επηρεάστηκε πολύ από τους γερμανούς φιλόσοφους Schopenhauer και Nitshe. Για το λόγο αυτό, πίστευε ότι η ζωγραφική ήταν μια συμβολική μορφή όρασης όπου μπορούσε να εξερευνήσει τη μεταφυσική ή συμβολική διάσταση οικείων αντικειμένων. Την εποχή αυτή στην Ευρώπη κερδίζουν έδαφος διάφορες μυστικιστικές, ψευδο-φιλοσοφικές φιλοσοφίες. Ο Freud, επίσης, έχει αρχίσει να αναπτύσσει την θεωρία της ψυχανάλυσης και της ερμηνείας των ονείρων. Στους πίνακες του De Chirico συχνά συναντάμε τα σύμβολα του Freud.
O De Chirico για πετύχει το αίσθημα του υπερφυσικού και φανταστικού στους ρεαλιστικούς πίνακες του συχνά συνδυάζει αταίριαστα μεταξύ τους αντικείμενα. Για παράδειγμα, η κλασσική γλυπτική και ένα αναγεννησιακό γλυπτό συνδυάζεται με ένα τρένο. Άλλοτε πάλι επιλέγει να απεικονίσει οικεία αντικείμενα από παράδοξη οπτική γωνία ή με περίεργη προοπτική. Μερικές φορές στους πίνακες του ενώνει δύο διαφορετικές προοπτικές. Ένα από τα αγαπημένα θέματα του, εκτός από τα αγάλματα και την κλασσική αρχιτεκτονική που έχουμε αναφέρει, είναι οι ξύλινες κούκλες και τα ανδρείκελα. Συχνά με αυτές τις κούκλες αντικαθιστά στους πίνακες του την ανθρώπινη παρουσία. Γενικά, τα έργα του εκφράζουν ένα αίσθημα μοναξιάς, αγωνίας, και τρόμου. Ο θεατής διακατέχεται από απροσδιόριστο αίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ο De Chirico μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο επέστρεψε σε μια τέχνη καθαρά Αναγεννησιακή, χωρίς όμως ποτέ να απορρίψει τα προηγούμενα επιτεύγματα του. Ήταν αυτός που επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τους σουρεαλιστές καλλιτέχνες.
3. 1916-1923: Ντανταϊσμός
Το κίνημα του Ντανταϊσμού ξεκίνησε το 1916 από τη Ζυρίχη. Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί κατέφυγαν καλλιτέχνες διαφόρων εθνικοτήτων. Οι καλλιτέχνες αυτοί ένιωθαν οργή ενάντια στην πλούσια αστική τάξη την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για τον πόλεμο. Στράφηκαν λοιπόν ενάντια σε όλες τις αξίες που αναγνώριζε η τάξη αυτή. Σε όλους τους καλλιτεχνικούς τομείς ( ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ποίηση κ.τ.λ.) προσπάθησαν να χλευάσουν και να ανατρέψουν τους παραδοσιακούς κανόνες που συντελούσαν στην επίτευξη της αρμονίας και της ομορφιάς στην τέχνη. Απάγγελναν ποιήματα με λέξεις χωρίς νόημα, έπαιζαν μουσική κάτω από τον θόρυβο μηχανών και γενικά προσπάθησαν να κάνουν ότι μπορούσαν για να ακυρώσουν με κάθε τρόπο το νόημα της κάθε τέχνης. Στη ζωγραφική κυρίως οι πειραματισμοί αυτοί κατέληξαν τελικά να έχουν κάποιο νόημα και να αφήσουν κάποια κληρονομιά στην τέχνη και να μην είναι μόνο μια προσπάθεια άρνησης και χλευασμού.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πώς προέκυψε το όνομα Νταντά. Ο ποιητής φιλόσοφος Hugo Ball ίδρυσε στη Ζυρίχη το Cabaret Voltaire όπου συγκεντρώθηκαν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες. Εκεί διοργάνωναν διάφορα νούμερα, καλλιτεχνικά happening αλλά και απλά συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν και να ανταλλάξουν ιδέες. Οι συχνές συμφωνίες στα ρουμανικά μπορεί να οδήγησαν στην υιοθέτηση του ονόματος νταντά. Στα γαλλικά νταντά σημαίνει χόμπι. Στα γερμανικά είναι το ξύλινο κουνιστό αλογάκι των παιδιών. Καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο κίνημα δεν συμφωνούν για το τι τελικά σημαίνει το όνομα αυτό. Πίστευαν όμως ότι το αστείο άκουσμα της λέξης αυτής ταίριαζε με την ειρωνική και χλευαστική διάθεση του κινήματος.
Οι ζωγράφοι –ντανταϊστές άρχισαν να αναζητούν μια νέα οπτική και ένα νέο περιεχόμενο για την τέχνη τους, η οποία να θέτει σε κριτική επανεξέταση όλες τις παραδόσεις, τις προϋποθέσεις, τους κανόνες, τη λογική ακόμα και τις έννοιες της τάξης, της ενότητας και του ωραίου που είχαν καθορίσει τη δημιουργία των έργων τέχνης μέχρι τότε. Πίστευα ότι η λογική και ο ορθολογισμός πάνω στον οποίο στηριζόταν ο δυτικός πολιτισμός είχαν οδηγήσει στη συμφορά του Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά την άποψη τους ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία ήταν μέσω της πολιτικής αναρχίας, των φυσικών συναισθημάτων, του αυθορμητισμού και του παραλόγου. Σύμφωνα με αυτές τις ιδέες προσπάθησαν να στηρίξουν την τέχνη τους στα συναισθήματα, στην παρόρμηση, στο τυχαίο και το συμπτωματικό. Δεν προσχεδίαζαν τα έργα τους ώστε να πετύχουν την αίσθηση της τάξης και της αρμονίας που σέβονταν παλιότερα οι ακαδημαϊκοί ζωγράφοι.
Οι μορφές που πήρε τελικά η τέχνη του ντανταϊσμού είναι ποικίλες ανάλογα με τον καλλιτέχνη και το τόπο. Ο ντανταϊσμός διαδόθηκε γρήγορα σε διάφορες χώρες (Ελβετία- Jean Arp, Αμερική- Marcel Duchamp- Francis Picabia, Γαλλία –Max Ernst, Γερμανία-Kurt Schwitters) και σε κάθε μία από αυτές είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτό που τελικά ένωνε τους ντανταϊστές ήταν η ειρωνική τους διάθεση για την παραδοσιακή τέχνη και τις αξίες της. Περιφρονούσαν τη λεγόμενη Υψηλή Τέχνη και τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Εκείνοι υιοθέτησαν για την τέχνη τους υλικά που έβρισκαν, ως ένα βαθμό τυχαία, έτοιμα γύρω τους στηριζόμενοι στη μέθοδο του κολλάζ. Αρνήθηκαν να φτιάξουν πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν όμορφα και αρμονικά, τμήμα της ως τότε παράδοσης. Μέσα από τα έργα τους έδειξαν την απαισιοδοξία τους και την έλλειψη πίστης στη λογική.
Marcel Duchamp (1887-1968)
Ο Marcel Duchamp ήταν ο καλλιτέχνης του Νταντά που έγινε μύθος για την σύγχρονη τέχνη. Αν και τα πρώτα του έργα κινούνταν μέσα στην παράδοση του φουτουρισμού ο Marcel Duchamp γρήγορα ανακάλυψε ότι η αισιοδοξία, τα πιστεύω και τα ενδιαφέροντα των φουτουριστών δεν του ταίριαζαν. Μέσα στο κίνημα του Νταντά μπόρεσε να εκφράσει καλύτερα την περιφρόνηση του για την Υψηλή τέχνη και τις παραδοσιακές αξίες της ομορφιάς και της αρμονίας. Μπορεί να γοητευόταν από τις μηχανές αλλά δεν πίστευε ότι οι μηχανές θα έδιναν δύναμη στο ανθρώπινο γένος και ότι θα του πρόσφεραν λύσεις. Αντίθετα διαισθανόταν ότι οι μηχανές θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο και καταστροφή. Πάνω από όλα όμως συμμεριζόταν την απαισιοδοξία των ντανταϊστών και την έλλειψη εμπιστοσύνης στη λογική.
Μετά τους πίνακες της φουτουριστικής φάσης ο Marcel Duchamp είχε αρχίσει ήδη να απογοητεύεται από τις τέχνες και να εγκαταλείπει το πεδίο της επαγγελματικής ζωγραφικής. Τα πιο γνωστά του έργα είναι στην ουσία κατασκευές και όχι πίνακες. Στην καριέρα του υπήρξαν στην ουσία τρεις επινοήσεις σταθμοί όχι μόνο για τον ίδιο και την καλλιτεχνική του πορεία αλλά και για ολόκληρη την ιστορία τέχνης.
Με μία μόνο κίνηση δημιούργησε δύο νέους όρους στη μοντέρνα γλυπτική. Πήρε ένα τροχό ποδηλάτου και τον τοποθέτησε πάνω σε ένα σκαμπό φτιάχνοντας έτσι το πρώτο κινούμενο γλυπτό. Επειδή και το σκαμπό και ο τροχός ήταν αντικείμενα ήδη έτοιμα που υπήρχαν στην καθημερινή ζωή το γλυπτό αυτό στην ουσία ήταν ένα ready-made (ήδη-φτιαγμένο). Ο Duchamp ήθελε να δημιουργήσει μία αντί- τέχνη που να μην υπακούει σε κανένα είδους αισθητικό κανόνα. Επέλεγε λοιπόν έτοιμα καθημερινά αντικείμενα χωρίς κανένα αισθητικό κριτήριο, σχεδόν τυχαία και τα ονόμαζε έργα τέχνης. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια οπτική αδιαφορία, μια ολοκληρωτική έλλειψη καλού ή κακού γούστου.
Για τον Duchamp που είχε απορρίψει κάθε αισθητική αξία αυτό που καθόριζε ένα έργο τέχνης ως τέχνη δεν ήταν η αισθητική του ούτε η μοναδικότητα του (τα ready-made ήταν βιομηχανικά κατασκευασμένα αντικείμενα άρα κάθε άλλο από μοναδικά) αλλά η σύλληψη του έργου, η διανοητική ιδέα που κρυβόταν πίσω από αυτό. Τον συνάρπαζαν τα διανοητικά παιχνίδια και οι μαθηματικοί κανόνες. Οι μηχανές τον γοήτευαν αλλά ταυτόχρονα τον τρόμαζαν. Έβλεπε σε αυτές μια στείρα απάνθρωπη μηχανιστική λογική που ο ίδιος τη συνέδεε με τον έρωτα και τον θάνατο. Για τον Duchamp, ο οποίος είχε εμμονή με τα ερωτικά θέματα, ο έρωτας και η σύγχρονη γυναίκα ήταν κάτι το επικίνδυνο και το θανατηφόρο. Μέσα σε αυτή τη λογική ο Duchamp κατασκεύασε το γνωστότερο του έργο Το Μεγάλο Γυαλί ή Η Νύφη ξεγυμνώνεται από τους εργένηδες. Το έργο αυτό το δούλευε από το 1917 ως 1923. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την ερμηνεία του μεγάλου γυαλιού, καθώς ο Duchamp το κατασκεύασε ως ένα περίπλοκο διανοητικό αίνιγμα με ποικίλες και σύνθετες αναφορές.
Στο τέλος της καριέρας του και της ζωής του κρυφά κατασκεύασε το άλλο μεγάλο έργο του, το οποίο στη ουσία είναι ένα περιβάλλον. Το έργο αυτό ονομάζεται Given (δοσμένο(-ή;)). Είναι μια παλιά ξύλινη πόρτα με μια μεγάλη κλειδαρότρυπα. Ο θεατής αμέσως αισθάνεται την ανάγκη να βάλει το μάτι του στην κλειδαρότρυπα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα ξαπλωμένο γυναικείο γυμνό που κρατά μια λάμπα πετρελαίου. Βρίσκεται ξαπλωμένο σε ένα ονειρικό τοπίο με πλούσια βλάστηση και ένα καταρράχτη. Το πρόσωπο της γυναίκας δεν φαίνεται από την κλειδαρότρυπα. Όσο και να προσπαθήσει ο θεατής δεν μπορεί να δει περισσότερες λεπτομέρειες. Το έργο αυτό είναι το τελευταίο σχόλιο του Duchamp πάνω στη μορφή που έχει πάρει ο έρωτας στο σύγχρονο πολιτισμό. Χάρη στην κυριαρχία της ερωτικής εικόνας στην καθημερινή μας ζωή ο έρωτας στη σύγχρονη κοινωνία στηρίζεται στην ηδονοβλεψία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Επισκεφτειτε το ακολουθο site για να δειτε τις κατασκευες του Duchamp να λειτουργούν!http://www.understandingduchamp.com/
No comments:
Post a Comment